Οι εκλογές παρουσιάζονται ως η κορυφαία στιγμή συμμετοχής στα κοινά και την πολιτική. Αυτό δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα αφού οι εκλογές το μόνο που κάνουν είναι να αναδεικνύουν και να νομιμοποιούν αυτούς που από την επόμενη μέρα θα αποφασίζουν για εμάς χωρίς εμάς. Γι αυτό το λόγο εμείς αποφασίζουμε συνειδητά να μη συμμετέχουμε.
Η αποχή από τις εκλογικές διαδικασίες δεν είναι αυτοσκοπός. Ούτε από μόνη της είναι η λύση για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε. Είναι κομμάτι της επιλογής μας να αγωνιζόμαστε κατά της εκμετάλλευσης της ζωής με ισότιμες διαδικασίες, της εμπειρίας μας ότι όταν μπορούμε όλοι να συμμετέχουμε ενεργά και υπεύθυνα σε αυτές τις διαδικασίες μπορούν να συλλογικοποιηθούν οι αγώνες και της θέλησής μας να καλλιεργηθεί η κουλτούρα ώστε να δημιουργήσουμε οι ίδιοι την κοινωνία της αυτοδιευθέτησης/διαχείρισης του χρόνου μας. Δεν είναι δηλαδή μια στείρα-αντιδραστική θέση απέναντι σε ότι δε μας φαίνεται σωστό αλλά κομμάτι της πρότασης μας για μια ουσιαστική αλλαγή όπως τη θέλουμε εμείς και όχι τα προκάτ προ-εκλογικά πακέτα-λύσεις επί των πάντων.
Και στο σημείο αυτό θα αναρωτηθεί κάποιος:
-Ποιες είναι αυτές οι διαδικασίες που σκέφτεστε;
-Οι γενικές συνελεύσεις.
-Μα δε βλέπεις τι γίνεται σ’ αυτές;
-Βλέπω. Βλέπω τα προβλήματα που υπάρχουν σε αυτές. Βλέπω, όμως, και την παραίτηση σου και την έλλειψη διάθεσης σου να τις αλλάξεις σε αυτό που πρέπει να είναι, να χωρούν δηλαδή και εσένα. Βλέπω και την αδιαφορία σου να απομυθοποιήσεις/αποδομήσεις το παραμύθι «αυτός μπορεί γιατί ξέρει καλύτερα πολιτική από μένα». Σίγουρα όλοι δε μπορούν να ασχοληθούν με όλα. Αλλά σίγουρα όλοι μπορούν να ασχοληθούν με ένα, τουλάχιστον, πράγμα: την αυτο-οργάνωση της ζωής τους. Μπορούμε να αποφασίζουμε όλοι από κοινού για αυτά που μας αφορούν. Αν θέλουμε να αλλάξει η κατάσταση θα πρέπει να σταματήσουμε αυτή την αδιαφορία.
Και η παραίτηση και η αδιαφορία σχετίζονται άμεσα με τις διαδικασίες αντιπροσώπευσης.
Η πίστη των ανθρώπων ότι είναι ανίκανοι να αποφασίσουν για τις ζωές τους προκύπτει από την εκχώρηση ολοένα και περισσότερων πλευρών της ζωής τους σε ειδικούς. Στη σφαίρα των κοινών, ειδικοί είναι οι «πολιτικοί» (μια ειδικότητα που έρχεται μαζί με την πολιτική ως διαχωρισμένη ανθρώπινη δραστηριότητα). Ο «κοινός θνητός» είναι υποτίθεται ανειδίκευτος – ανίκανος να αποφασίσει για τα κοινά. Απόλυτη επικύρωση της πραγματικότητας αυτής είναι η εκλογική διαδικασία: ο μεν «κοινός θνητός» αποδέχεται την υποτιθέμενη ανικανότητά του και παραχωρεί το δικαίωμα για λήψη αποφάσεων σε κάποιον που «τα ξέρει καλύτερα» ενώ, απ’ την άλλη, ο (διαχωρισμένος) «πολιτικός» εντάσσει τον εαυτό του μεταξύ των ειδικών και δέχεται να τον ψηφίσουν ως «κάποιον που τα ξέρει καλύτερα». Έτσι εγκαθιδρύεται μια διάκριση ανάμεσα σε αυτούς που «τα ξέρουν» και αυτούς που «δεν τα ξέρουν», σε αυτούς που «μπορούν» και αυτούς που «δεν μπορούν».
Ο διαχωρισμός αυτός βέβαια δεν υπάρχει μόνο κατά την εκλογική διαδικασία. Παρόμοιος είναι και αυτός που συναντούμε και στις γενικές συνελεύσεις και έχει ως αποτέλεσμα η πλειοψηφία των φοιτητών να παραμένει απλός θεατής χωρίς ουσιαστική συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων. Υπάρχει όμως μια διαφορά. Στις γενικές συνελεύσεις αυτή η πραγματικότητα οφείλεται όχι μόνο στις τάσεις κυριαρχίας των παρατάξεων στη διαδικασία αλλά και στην εγκατάλειψή της από τους φοιτητές και μπορεί να αναστραφεί αν οι φοιτητές ενεργοποιηθούν. Αντίθετα, στις εκλογές η κατάσταση αυτή είναι εξ’ ορισμού τέτοια και δεν μπορεί να αλλάξει, παρά μόνο να καταργηθεί.
Ο διαχωρισμός σε ειδικούς και μη ειδικούς που αναφέραμε προηγουμένως αναπαράγεται ακόμη και αν τα σχήματα αυτά επιδιώκουν να μπουν στα ΔΣ μόνο για να καλούν γενικές συνελεύσεις. Και αυτό συμβαίνει με άμεσο και έμμεσο τρόπο:
Άμεσα (και) ως εξής: όταν λες «θα καλέσω συνέλευση μέσω ΔΣ» λες ταυτόχρονα «χρειάζομαι το ΔΣ για να γίνει συνέλευση» και ταυτόχρονα «οι φοιτητές μόνοι μας δεν μπορούμε να μαζέψουμε υπογραφές και να κάνουμε συνέλευση» που σημαίνει «όχι μόνο δεν είμαστε ικανοί να αποφασίσουμε για τις ζωές μας, αλλά ούτε και να μαζευτούμε για να συζητήσουμε δεν μπορούμε μόνοι μας». Το γενικό αίσθημα αδυναμίας και ανικανότητας για λήψη των αποφάσεων ενισχύεται. Και μην/δεν το θεωρούμε αμελητέο. Ακόμη και το να βάλεις μια υπογραφή για να γίνει η συνέλευση είναι ένας τρόπος πρώτης ενεργοποίησης. Και το να ξέρει κανείς ότι «μπορούμε όποτε θέλουμε να κάνουμε γενική συνέλευση» δίνει μια αίσθηση συλλογικής δύναμης.
Όσο για τον έμμεσο τρόπο, πρέπει κάθε φορά να βλέπουμε και τα συμφραζόμενα. Γιατί όπως και να το κάνουμε ακόμη και αν θεωρήσουμε ότι δεν υπάρχει πρόβλημα με το να καλούνται οι Γ.Σ. μέσω Δ.Σ., το κόστος για αυτή τη δυνατότητα, είναι η νομιμοποίηση μιας διαδικασίας όπου κάποιοι λαμβάνουν αποφάσεις στο όνομα του συλλόγου. Γιατί μπορεί παρατάξεις που κατεβαίνουν στο ΔΣ ναι μεν να εναντιώνονται στην αντιπροσώπευση, να μην κατεβάζουν ψηφίσματα στα ΔΣ, απ’ την άλλη όμως κατεβαίνουν στις εκλογές, για να (όπως ισχυρίζονται) βρίσκονται και να έχουν λόγο σ’ αυτά. Ωστόσο, είναι υποχρεωμένες να υπογράφουν τα πρακτικά και τις αποφάσεις του ΔΣ αν αυτά τα ψηφίσματα εγκριθούν από την πλειοψηφία του ΔΣ. Και το αξίωμα ότι αυτές οι παρατάξεις δε θα καταχραστούν την όποια εξουσία τους δίνεται, είναι κάτι που υπάρχει μόνο στα λόγια τους και στην καλή πίστη των ψηφοφόρων τους και δεν εξασφαλίζεται από την ίδια τη διαδικασία, αλλά εξαρτάται αποκλειστικά από τη δική τους προαίρεση. Έτσι νομιμοποιούν μια κατάσταση στην οποία οι «ειδικοί» αποφασίζουν για τους «μη ειδικούς».
Και αν κάποιος σκεφτεί ότι «το θέμα τότε είναι να αποκτήσουμε πλειοψηφία στα ΔΣ», μην ξεχνούμε ότι με τη συμμετοχή στις εκλογές, αναπαράγεις και ενισχύεις την κουλτούρα ότι η ψήφος είναι αυτή που μπορεί να αλλάξει τα πράγματα και όχι η προσωπική δραστηριοποίηση. Αυτό ισχύει ακόμη και αν μιλάμε μόνο για το αν θα γίνεται γενική συνέλευση ή όχι. Το θέμα είναι να σπάσει αυτή η κουλτούρα. Αλλιώς δε θα αλλάξει η κατάσταση. Και είναι προφανές: Αν δηλαδή κάποιο σχήμα αποκτήσει αυτοδυναμία και καλεί μόνο Γ.Σ., αλλά κανείς δεν έρχεται γιατί η κουλτούρα τού «θα το κάνουν άλλοι για μένα» παραμένει, κερδίζουμε τίποτα; Αντίστροφα αν οι φοιτητές που απαιτούνται ώστε ένα σχήμα να αποκτήσει αυτοδυναμία, απλώς μάζευαν υπογραφές δε θα μπορούσε να γίνει Γ.Σ. χωρίς απόφαση Δ.Σ.;
Σε κάθε περίπτωση εμείς πιστεύουμε ότι τα πράγματα πρέπει να τα βλέπουμε σε βάθος χρόνου. Να αποφεύγουμε δηλαδή να επιζητούμε μια άμεση αποτελεσματικότητα η όμως οποία σε βάθος χρόνου χειροτερεύει τα πράγματα αλλά να επιλέγουμε διαδικασίες οι οποίες σε βάθος χρόνου εκτιμούμε ότι φτιάχνουν σταθερές και ζωντανές πραγματικότητες ανεξάρτητα αν στο παρόν έχουν ηχηρά αποτελέσματα η όχι.
Εμείς θεωρούμε ότι τα ΔΣ δεν εξυπηρετούν προς αυτήν την κατεύθυνση. Το ότι τα ΔΣ μπορούν ακόμη να καλούν Γ.Σ. και αυτές να γίνονται, συμβαίνει γιατί απλώς δεν έχουν χρεοκοπήσει ακόμη εντελώς. Αυτό πιστεύουμε ότι θα συμβεί αργά ή γρήγορα: τα ΔΣ θα καλούν γενικές συνελεύσεις και αυτές δε θα μπορούν να γίνουν ούτε καν εξ’ αναβολής. Η λαγνεία των παρατάξεων για μικροπολιτικά οφέλη έχει αναιρέσει αυτό που προείπαμε, την σε βάθος χρόνου επιτυχία των αγώνων εξαιτίας της ψηφοθηρικής-θεαματικής λογικής των παρατάξεων αυτών. Να σημειώσουμε πως όλοι δε δρουν στον ίδιο βαθμό αλλά όλοι συνεισφέρουν προς αυτή την κατεύθυνση.
Σε μια περίοδο, που η εξουσία επιτίθεται σε κάθε πτυχή της ζωής μας και προσπαθεί να εγκαθιδρύσει μια νέα πραγματικότητα αλλά και σε μια περίοδο άνθισης των κοινωνικών αγώνων, οι εκλογές μόνο να αποπροσανατολίσουν πετυχαίνουν…
Κλείνοντας, να πούμε ότι το κείμενο αυτό δε γράφτηκε για να υποδείξει τι να κάνουμε στις εκλογές. Άλλωστε είτε ψηφίσει κανείς είτε όχι δε θα αλλάξει τίποτα. Το σημαντικό ζήτημα είναι ότι για να εκφράσουμε τις ιδέες μας και να υλοποιήσουμε τα οράματά μας δεν πρέπει να στηριζόμαστε στη ψήφο μας, αλλά στην καθημερινή πολιτική δράση. Άλλωστε έχει ειπωθεί πως «αν οι εκλογές μπορούσαν να αλλάξουν κάτι, θα ήταν παράνομες».
.
5/2011 (ανατύπωση από 5/2010)
Αυτόνομο Σχήμα Φυσικού (Persona non Grata)