Απάντηση στον κοσμήτορα της ΣΘΕ και σε όλους και όλα όσα αυτός εκπροσωπεί σχετικά με την απαίτηση να ζητάμε άδεια για να χρησιμοποιήσουμε το χώρο του πανεπιστημίου
Την Παρασκευή 19/11/10 ως αυτόνομο σχήμα φυσικού είχαμε διοργανώσει και καλέσει σε ρεμπέτικο γλέντι στο φουαγιέ της σχολής θετικών επιστημών (ΣΘΕ). Μια μέρα πριν ο κοσμήτορας της σχολής μας έστειλε το ακόλουθο μήνυμα στο mail του σχήματος:
Με την ευκαιρία της ανακοίνωσης στην ιστοσελίδα σας και με αφίσες στη Σχολή της Ρεμπέτικης βραδιάς για αύριο Παρασκευή 19/11/ σας προωθώ το παρακάτω ( <<…>> και συνημμένο) μήνυμα. Το γραφείο μου είναι πάντα ανοιχτό και σας περιμένω
«Μήνυμα του Κοσμήτορα για τα συνεχιζόμενα Πάρτι στο φουαγιέ της ΣΘΕ
“Την Παρασκευή 15/10/ οι φοιτητικές παρατάξεις ΑΡΕΦ-ΕEΑΚ πραγματοποίησαν πάρτι μετά από μια εκδήλωση τους. Το θετικό είναι ότι οι ίδιοι οι φοιτητές καθάρισαν και τακτοποίησαν το χώρο και γι’ αυτό τους επαινώ. Το αρνητικό όμως είναι ότι όχι μόνο δεν ζήτησαν άδεια, αλλά ούτε και ενημέρωσαν τον Πρύτανη ή τον Κοσμήτορα ή τους Προέδρους και σε ερώτησή μου γιατί; απάντησαν ότι δεν το κρίνουν σκόπιμο και συνειδητά δεν ενημερώνουν ποτέ, δηλαδή όλη την άλλη πανεπιστημιακή κοινότητα (Καθηγητές, Πλειοψηφία φοιτητών, Μεταπτυχιακούς, λοιπό προσωπικό) την αγνοούν (…την γράφουν… στην καθομιλουμένη), σύμφωνα με τη λογική και νοοτροπία τους. Αυθαιρετούν ενώ διακηρύσσουν για τη βελτίωση της καθημερινότητας και την Άμεση Δημοκρατία. Με όλο το σεβασμό στο φοιτητικό συνδικαλισμό και τις θέσεις όλων των παρατάξεων ζητώ να με διευκρινίσουν το ουσιαστικό περιεχόμενο (πέρα από το πολιτικό σύνθημα) της Άμεσης Δημοκρατίας και πως εννοούν τις σχέσεις όλων των συνιστωσών της πανεπιστημιακής κοινότητας μέσα σ’ αυτό το χώρο. Τους καλώ την επόμενη εβδομάδα σε συνάντηση και συζήτηση και σε ανοιχτό διάλογο με τις υπόλοιπες ομάδες της κοινότητας μας και τους υπενθυμίζω το πρώτο μου μήνυμα της 1ης Σεπτεμβρίου “….Τυχόν προστριβές ή προβλήματα που θα ανακύπτουν από τη συμβίωσή μας, θα επιλύονται με διάλογο και με δημοκρατικά μέσα, χαρακτηριστικό του επιπέδου της ακαδημαϊκής κοινότητας, της ουσιαστικής σημασίας της αυτοδιοίκησής μας και του ασύλου. Η συμβίωση Καθηγητών και Φοιτητών, Διοικητικού και Τεχνικού Προσωπικού, ανθρώπων διαφορετικών ηλικιών και αντιλήψεων και κυρίως των νέων, μπορεί και πρέπει να είναι αρμονική, δημοκρατική και αποδοτική, χωρίς ακραίες συγκρούσεις. Όλοι μαζί θα επιδιώκουμε αυτή να είναι η μελλοντική μας στάση για να υπηρετούμε με τον καλύτερο τρόπο την Επιστήμη, τη Διδασκαλία, τον Πολιτισμό και την Ηθοπαιδεία, για τον σκοπό που ταχθήκαμε και βρισκόμαστε στο χώρο αυτό….”».
Σπύρος Β. Παυλίδης
Καθηγητής Γεωλογίας
Πρόεδρος Τμήματος Γεωλογίας
Κοσμήτορας της Σχολής Θετικών Επιστημών-Α.Π.Θ.
Επειδή θεωρούμε ότι το συγκεκριμένο γεγονός δεν είναι μεμονωμένο και ότι είναι έκφανση ενός γενικού πολιτικού ζητήματος, επειδή ο μονόλογος της εξουσίας δεν μπορεί να μένει αναπάντητος, επειδή ο λαϊκισμός έχει τα όριά του και κάποιες λέξεις όπως η κοινότητα και η άμεση δημοκρατία είναι πολύ σημαντικές για να τις χρησιμοποιούν και να τις διαστρεβλώνουν άνθρωποι που οι θέσεις του και οι πράξεις τους δεν έχουν καμία σχέση με αυτές, επειδή τέλος το παραπάνω mail ανοίγει σε δέκα σειρές τα μισά ζητήματα του κόσμου και αισθανόμαστε ένα τσίγκλισμα και μια παιχνιδιάρικη χαρά στην ιδέα να τοποθετηθούμε, θεωρήσαμε σκόπιμο να απαντήσουμε σε αυτό γράφοντας το παρακάτω κείμενο. Η απάντηση έρχεται λίγο καθυστερημένη καθώς είχαμε ορισμένα πιο επείγοντα ζητήματα να συζητήσουμε. Ωστόσο τα ζητήματα είναι διαρκώς ανοιχτά οπότε δεν έχει και τόσο σημασία…
Το παρόν κείμενο το στέλνουμε και σε μορφή e-mail στον κοσμήτορα και ζητάμε να το αποστείλει στην mailing list της Σ.Θ.Ε. όπου έστειλε το e-mail του, ως απάντηση μας στο δικό του mail. Θεωρούμε πώς είναι υποχρέωσή του να το στείλει αν θέλει να είναι συνεπής όχι με τις αμεσοδημοκρατικές αρχές για τις οποίες μιλά, αλλά με τις ίδιες τις δικές του αρχές της αστικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Γιατί δε ζητήσαμε και ούτε πρόκειται να ζητήσουμε άδεια
Η απαίτηση για άδεια για μια εκδήλωση, συζήτηση, προβολή, γλέντι φαίνεται μια ουδέτερη και λογική απαίτηση. Τη συγκεκριμένη κίνηση, όμως, αν την δούμε πιο προσεκτικά βλέπουμε ότι εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο και έχει πολύ βαθύτερες προεκτάσεις.
Κατ’ αρχάς η κίνηση αυτή για περισσότερο έλεγχο μέσα στα πανεπιστήμια δεν είναι μεμονωμένη. Εντάσσεται σε μια σειρά κινήσεων επίθεσης στον κοινωνικό και δημόσιο χαρακτήρα του πανεπιστημίου. Έχει να κάνει με την πολιτική που επιβάλλεται στα ελληνικά πανεπιστήμια και η οποία έχει στόχο ανάμεσα στα άλλα την εκδίωξη κάθε κινηματικής διαδικασίας και κάθε μορφής ελεύθερης και αυτοπροσδιοριζόμενης ζωής από τους πανεπιστημιακούς χώρους. Τέτοιες κινήσεις είναι η σταδιακή επιβολή κλειδώματος των σχολών (χαρακτηριστικά μέχρι πριν λίγα χρόνια σε ορισμένες σχολές όπως το πολυτεχνείο υπήρχαν πόρτες που έμεναν πάντα ανοιχτές – μέρα, νύχτα καθημερινές και σαββατοκύριακά ανεξαρτήτως αν υπήρχαν εκδηλώσεις), η σταδιακή επιβολή του κλειδώματος των αιθουσών όσων σχολών παραμένουν ακόμα ανοιχτές, η αλλαγή κλειδαριών στις σχολές ώστε οι φοιτητές να μην έχουν κλειδιά για να μπαίνουν, η απαίτηση να ζητάς άδεια για κάποια εκδήλωση και (συνακόλουθα) η παρεμπόδιση διεξαγωγής εκδηλώσεων με ριζοσπαστικό ή μη αρεστό στις αρχές περιεχόμενο στο χώρο του πανεπιστημίου (βλέπε παρεμπόδιση 2ημέρου αυτοοργανωμένης έκφρασης το Σεπτέμβριο στην σχολή καλών τεχνών στην Αθήνα), τα κιγκλιδώματα και οι μπάρες που όλο και πληθαίνουν (ένα μάλιστα ξεφύτρωσε έξω από τη σχολή μας ενώ ο πρύτανης παραπονιέται ότι δεν υπάρχουν λεφτά για τη λέσχη και για ράμπα για άτομα με ειδικές ανάγκες) με απώτερο σκοπό όπως έχει ειπωθεί από διάφορα αρμόδια στόματα (π.χ. ο πρώην κοσμήτορας του πολυτεχνείου Μουσιόπουλος) η πρόσβαση στο πανεπιστήμιο για πεζούς και οχήματα να καταλήξει να γίνεται από μια μόνο ελεγχόμενη είσοδο, οι απόπειρες για δημιουργία σώματος πανεπιστημιακής αστυνομίας, η πρόσληψη ολοένα περισσότερων σεκιουριτάδων για τη «φύλαξη» (έλεγχο) του πανεπιστημίου από τους οποίους πολλοί έχουν άμεση σχέση με την κρατική ασφάλεια, ορισμένες απόπειρες για τοποθέτηση καμερών σε πανεπιστημιακούς χώρους όπως συνέβη στο ΠΑΜΑΚ, η απαγόρευση σε κινηματογραφικές ομάδες να προβάλουν ταινίες με copyright, οι προσπάθειες καταστολής κατειλημμένων στεκιών στους χώρους του πανεπιστημίου, η πολιτική καθαρ(ι)ότητας-αποστείρωσης που θέλει λευκούς τοίχους χωρίς ζωγραφιές ή συνθήματα, χωρίς αφίσες και έκφραση πολιτικού λόγου, η μετεγκατάσταση των πανεπιστημίων έξω από την πόλη ώστε να μην έχουν οργανική σχέση με τις ροές της πόλης και να χάνουν στην πράξη τη διάσταση του σημείου συνάντησης, οι απόπειρες να νοικιάζονται οι χώροι του πανεπιστημίου και όχι να τους χρησιμοποιεί ο καθένας ελεύθερα (όπως προσπαθήθηκε να γίνει με αμφιθέατρα του πολυτεχνείου), το κόψιμο του ρεύματος ώστε να μη γίνονται κάποια πάρτι, η προπαγάνδιση ιδεών σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να κόβουν αποδείξεις όσες ομάδες κάνουν πάρτι στα πανεπιστήμια, η απόπειρα να περιφραχθούν με κάγκελά κατεξοχήν χώροι συνάντησης των φοιτητών όπως το τρίγωνο του πολυτεχνείου για να μετατραπούν σε κυλικείο και άλλα. Και βέβαια το φαινόμενο είναι όπως είπαμε πανελλαδικό. Στην Κρήτη ο εκεί πρύτανης πρότεινε να υπάρχει φοιτητική ταυτότητα και να υπάρχει έλεγχος όσον μπαίνουν. Πέρσι στην Νομική της Αθήνας ψηφίστηκε (αν και στην πράξη δεν εφαρμόστηκε) το να μη μπαίνουν μη φοιτητές και οι φοιτητές να επιδεικνύουν πάσο για να μπουν στη σχολή. Στην Αθήνα τον προηγούμενο Φεβρουάριο μπήκαν τελείως ξαφνικά μπάτσοι μέσα στο Χημικό Μηχανικό και στο ΣΕΜΦΕ και συνέλαβαν κόσμο που διασκέδαζε σε πάρτι γιατί ο πρύτανης είχε υποψίες για φθορές, στην Αθήνα πάλι μπάτσοι ακύρωσαν εκδήλωση με εντολή του πρύτανη γιατί είχε υπόνοιες για τον κόσμο που πιθανώς θα μαζευόταν σε αυτήν την εκδήλωση κ.λπ.
Και να αναφέρουμε και κάτι ακόμα. Υπήρξε μια συζήτηση με έναν κύριο όταν προετοιμαζόμασταν για το ρεμπέτικο γλέντι (δεν ξέρουμε τι σχέση έχει ο κύριος με τον κοσμήτορα) ο οποίος επίσης μας ρωτούσε αν έχουμε άδεια και μας ανάφερε τη Σορβόννη ως παράδειγμα όπου εκεί όλα λειτουργούν «με άδεια» και «ομαλά». Να πούμε λοιπόν ότι ακριβώς εκεί (26/03/09) οι μπάτσοι εισέβαλλαν άνετα μέσα, κατέστειλαν και συνέλαβαν άτομα όταν γινόταν συνέλευση φοιτητών-καθηγητών που συζητούσαν για την τότε επίθεση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση που είχε προταθεί από τη γαλλική κυβέρνηση. Στο εξωτερικό υπάρχει απόλυτος έλεγχος μέσα στα πανεπιστήμια, και κάθε εστία αγώνα καταστέλλεται. Και αυτό δεν είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό για το εξωτερικό αλλά καθημερινή πρακτική.
Όλη αυτή η πολιτική είναι μια προσπάθεια το πανεπιστήμιο να γίνει ένα αποστειρωμένο μέρος παραγωγής διαχωρισμένης γνώσης, αποξενωμένο από την κοινωνία, κάτω από τον έλεγχο του κράτους. Ένα πανεπιστήμιο όχι δημόσιο και κοινωνικό αλλά κρατικό, που δεν έχει δηλαδή χώρο για πολιτική, για συνδικαλισμό για κοινωνική ζύμωση και ελεύθερη ζωή, που οι φοιτητές και οι άνθρωποι γενικά δε θα μπορούν να συναντώνται, να συζητάν και να αποφασίζουν συλλογικά, που δε θα μπορούν να χρησιμοποιούν το χώρο του πανεπιστημίου για μια εκδήλωση που αυτοί αποφασίζουν, που θα πρέπει να περνούν ανάκριση και να πείθουν τις πανεπιστημιακές αρχές για το λόγο διεξαγωγής μιας εκδήλωσης, όπου για να μπεις μέσα θα πρέπει να σου το επιτρέψουν αυτοί, όπου δε θα μπορούμε να διασκεδάζουμε δωρεάν σε έναν από τους λίγους εναπομείναντες δημόσιους χώρους, που όσο πάει και λιγοστεύουν.
Η επίθεση αυτή στον κοινωνικό χαρακτήρα του πανεπιστημίου και το άσυλο γίνεται κατ΄ αρχήν για να φιμωθούν οι αγώνες που γίνονται μέσα και ξεκινάν από αυτό, για να ελέγχεται η όποια εκδήλωση γίνεται και αν κρίνεται «επικίνδυνη» ή ριζοσπαστική να καταστέλλεται, για να μην υπάρχει ουσιαστικά καμία εστία αντίστασης, διεκδίκησης και αγώνα ειδικά στη συγκυρία που βρισκόμαστε και εν μέσω της επίθεσης που δεχόμαστε σε όλους τους τομείς της ζωής μας και που τέτοιες εστίες μπορούν να αποτελέσουν σημεία έναρξης μιας γενικότερης κοινωνικής ανάφλεξης όπως έχει συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν. Σε αυτήν την κατεύθυνση κινείται και κάθε καταπάτηση του ασύλου από την αστυνομία με την συναίνεση συνήθως των πανεπιστημιακών αρχών.
Επίσης η επίθεση αυτή γίνεται γιατί αυτό το αποστειρωμένο πανεπιστήμιο που θέλει το κράτος όπου δε θα υπάρχουν εστίες αντίστασης, εύκολα μπορεί να γίνει έρμαιο στο ιδιωτικό κεφάλαιο που θέλει και έχει ήδη εισχωρήσει. Γιατί π.χ. όταν οι αρχές του πανεπιστημίου αναφέρονται στο άσυλο δεν μιλάν ποτέ για αυτές τις περίφημες εργολαβίες που κόβουν και ράβουν μέσα στα πανεπιστήμια και τα απομυζούν οικονομικά ή για τα ερευνητικά προγράμματα των εταιρειών και του στρατού… Οι αγώνες αυτοί τους οποίους θέλουν να εξαλείψουν είναι που έχουν εμποδίσει ή τουλάχιστον έχουν περιορίσει το ιδιωτικό κεφάλαιο να καταπιεί και αυτό το τομέα (τριτοβάθμια εκπαίδευση) που ακόμα δεν έχει εκμεταλλευτεί στο έπακρο, όπως έχει κάνει στην υγεία και σε κάθε τομέα της ζωής μας. Τα λεγόμενά μας επιβεβαιώνει και ο νέος νόμος για την τριτοβάθμια εκπαίδευση που έρχεται να διευρύνει ακόμα περισσότερο την εισχώρηση και τον έλεγχο του κεφαλαίου στα πανεπιστήμια.
Να πούμε ακόμη εδώ, ότι η επίθεση στο δημόσιο και κοινωνικό χαρακτήρα των πανεπιστημιακών χώρων δεν γίνεται μόνο από το κράτος. Περιορισμός του δημόσιου χαρακτήρα του πανεπιστημίου είναι και η είσοδος που βάζουν κάποιες παρατάξεις (ΔΑΠ, ΠΑΣΠ, ενίοτε και ΠΚΣ) στα πάρτυ που διοργανώνουν μέσα στο πανεπιστήμιο, όπου στην ουσία ιδιωτικοποιούν προσωρινά έναν δημόσιο χώρο και δεν επιτρέπουν την είσοδο σε κόσμο αν δεν πληρώσει αντίτιμο.
Για να προλάβουμε, απαντάμε και στο επιχείρημα ότι ο έλεγχος συμβάλλει και στην ασφάλεια μέσα στο πανεπιστήμιο. Αν θέλουμε να δούμε τις αιτίες του προβλήματος θα δούμε ότι οι καταστροφές και οι μικροκλοπές δε γίνονται γιατί κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται κακοί, αλλά γιατί η κοινωνική ανισότητα και καταπίεση τους κάνει να δρουν έτσι.
Το θέμα επίσης είναι αν θέλουμε να βλέπουμε την πραγματικότητα και να μην τη διαστρεβλώνουμε για να εξυπηρετήσουμε τα συμφέροντά μας. Γιατί ακόμη και αν δεν ενδιαφερόμαστε να λύσουμε τα προβλήματα στη ρίζα τους, θα δούμε ότι ο καλύτερος τρόπος στην υπάρχουσα κατάσταση για να μη γίνονται ζημιές ή κλοπές, δεν είναι ένα άδειο πανεπιστήμιο, αλλά ένα πανεπιστήμιο ζωντανό, όπου θα κυκλοφορεί συνέχεια κόσμος και θα το προστατεύει αν χρειαστεί. Το επιχείρημα του ελέγχου για χάρη της ασφάλειας που χρησιμοποιείται συνήθως είναι σαθρό και επικίνδυνο. Και επ’ αυτού να πούμε ότι οι περισσότεροι από αυτούς που επιλέγουν πολιτικά να μην παίρνουν άδεια για οποιαδήποτε εκδήλωση εντός του πανεπιστημίου, είναι συνήθως και αυτοί που το περιφρουρούν.
Υπάρχει βέβαια και η λογική του ότι η λύση για την ασφάλεια εντός του πανεπιστημίου είναι η ερήμωση του πανεπιστημίου, η κατάργηση του ασύλου και η “φύλαξη” του από την αστυνομία. Αυτή η «λύση», όμως, δεν λύνει τα αίτια του φαινομένου και στην ουσία διαιωνίζει το πρόβλημα, ίσως ακόμα και να το χειροτερεύει καθώς υπάρχουν ιστορικές ενδείξεις ότι, με τη καταστολή, τέτοια φαινόμενα πιθανώς να διογκώνονται γενικά στην κοινωνία σε βάθος χρόνου. Επίσης, ακόμα και αν μειωθεί επιφανειακά η εγκληματικότητα, στο βωμό αυτού θα έχουμε θυσιάσει την ελευθερία μας που είναι πολύ πιο σημαντική.
Θεωρούμε λοιπόν αυτονόητη την εναντίωση μας σε όλη αυτήν την επίθεση που δεχόμαστε, στην υποβάθμιση του κοινωνικού και δημόσιου χαρακτήρα του πανεπιστημίου που μεθοδεύεται. Δε θα αφήσουμε ούτε το κράτος, ούτε τις επιχειρήσεις, ούτε τις παρατάξεις, ούτε και τη διοίκηση του πανεπιστημίου για λογαριασμό όλων των προηγούμενων να κάνουν το πανεπιστήμιο τσιφλίκι τους. Εναντιωνόμαστε στην καταπάτηση του ασύλου από την αστυνομία με τη συνενοχή των πανεπιστημιακών αρχών και σε κάθε άλλη πρακτική που το υπονομεύει.
Εμείς θέλουμε το πανεπιστήμιο να παραμείνει όλων, κοινό. Θέλουμε να το χρησιμοποιούμε ελεύθερα και να μην πρέπει κάθε φορά να περνάμε ανάκριση και να δίνουμε αναφορά. Θέλουμε ένα πανεπιστήμιο όλων των ανθρώπων, ζωντανό, που θα είναι χώρος ουσιαστικής επικοινωνίας, λήψης αποφάσεων και ταυτόχρονα σημείο αμφισβήτησης και αγώνων. Για αυτό και είναι πολιτική επιλογή μας να μη ζητάμε άδεια από τη διοίκηση του πανεπιστημίου αν θέλουμε να το χρησιμοποιήσουμε για να συναντηθούμε, να συζητήσουμε, να αποφασίσουμε, να κάνουμε μια εκδήλωση, να αγωνιστούμε και να διασκεδάσουμε. Μπορεί το να ζητάς άδεια να φαίνεται μικρό αλλά δεν είναι. Το να ζητάς άδεια από κάποιον σημαίνει ότι τον αναγνωρίζεις ως κυρίαρχο, ότι του αναγνωρίζεις το δικαίωμα να αποφασίζει αυτός για το ποιος θα κάνει τι σε ένα χώρο. Το να αρχίσουμε να ζητάμε άδεια από τη διοίκηση του πανεπιστημίου (δηλαδή από το κράτος όπως αυτό εκφράζεται μέσα στα πανεπιστήμια) ενώ μέχρι τώρα δρούσαμε ελεύθερα, είναι σαν να εκχωρούμε της συλλογική μας ελευθερία δράσης στα πανεπιστήμια στους εξουσιαστές. Είναι σαν να συναινούμε στο να μεταφερθεί στα χέρια αυτών που αποφασίζουν για εμάς χωρίς εμάς ένας χώρος που σήμερα βρίσκεται στα χέρια της κοινωνίας, των κινημάτων, των αγωνιζόμενων για ελευθερία και αυτοθέσμιση. Όσο για το επιχείρημα ότι στα όργανα διοίκησης υπάρχουν και αντιπρόσωποι των φοιτητών, μας φαίνεται προσχηματικό. Θέλουμε να αποφασίζουμε εμείς ίδιοι για τις ζωές μας και όχι κάποιοι αντιπρόσωποί μας. Δεν υπάρχουν αντιπρόσωποί μας. Όποιος μπλέκεται με μηχανισμούς άσκησης εξουσίας, όσο καλός και να είναι αργά ή γρήγορα αφομοιώνεται και αρχίζει να υπηρετεί τα συμφέροντα των μηχανισμών αυτών και όχι των ανθρώπων που υποτίθεται πως εκπροσωπεί.
Αυτό που λέμε πιθανόν ξενίζει. Δεν είναι περίεργο. Από μικροί έχουμε μάθει με χίλιους τρόπους να νοιώθουμε ξένοι σ’ αυτόν τον κόσμο. Έχουμε μάθει να ανήκουν όλα σε κάποιους άλλους από τους οποίους πρέπει πάντα να ζητάμε άδεια για να κάνουμε το ένα ή το άλλο. Μια διαρκής διαμεσολάβηση για τα πάντα… Ένας από τους κύριους στόχους όλου του εκπαιδευτικού συστήματος είναι πράγματι το να σε κάνει να αποδεχτείς αυτό ακριβώς: ότι τίποτα δεν μπορείς να το κάνεις μόνος σου, καμιά πρωτοβουλία δεν μπορείς να πάρεις, για όλα υπάρχουν ειδικοί και αρμόδιοι. Μέσα σ’ όλα αυτά τα χρόνια η καταστολή και ο έλεγχος έχουν εσωτερικευτεί μέσα στον καθένα μας σε βαθμό που κάθε εμπειρία ελευθερίας, αυτοπροσδιορισμού και αυτόνομης δράσης να φαντάζει αδύνατη και να ξενίζει (όταν δε φοβίζει) όταν αυτή υπάρχει και συμβαίνει. Όπως το έχουν πει κάποιοι εύστοχα, «τι άλλο μπορεί να περιμένει κανείς από έναν κόσμο που στα σχολεία του ζητάς άδεια για να πάς να κατουρήσεις…»
Τέλος, πριν προχωρήσουμε δεν μπορούμε να μην δείξουμε και το πώς η κίνηση αυτή του κοσμήτορα αποτελεί με τον τρόπο της έκφανση του νέου ολοκληρωτισμού που αναδύεται κοινωνικά. Ο νέος αυτός ολοκληρωτισμός δεν είναι (προς το παρόν τουλάχιστον) σαν το παλιό. Έχει δημοκρατικό προσωπείο το οποίο το διατηρεί ως παραπέτασμα καπνού ώστε οι υποτελείς να νομίζουν ότι υπάρχει δημοκρατία και να μην εξεγείρονται. Όσο να πεις θα άγγιζε ευαίσθητες χορδές πολλών σ’ αυτήν την κοινωνία ένας παλαιού τύπου φασισμός του στυλ χούντα, επίσημη κατάλυση του συντάγματος κλπ. Αλλά δεν υπάρχει πρόβλημα, ο φασισμός της πράξης μπορεί να προχωρά και με δημοκρατικό προσωπείο, με «δημοκρατικά εκλεγμένες» κυβερνήσεις και διοικήσεις κλπ. Μπορεί να καταλύει το σύνταγμα πρακτικά, χωρίς παράτες και τυμπανοκρουσίες. Μπορεί να επιβάλλεται χωρίς φασαρία. Μιλώντας για φασισμό της πράξης εννοούμε ακριβώς αυτό: το να επιβάλλεται στην πράξη το πάγωμα κάθε αντίστασης, κάθε κινηματικής διαδικασίας και ριζοσπαστικής δράσης, ο κοινωνικός κανιβαλισμός και η σιωπή μπροστά στην αδικία. Αυτός ο φασισμός της πράξης μπορεί κάλλιστα να συνοδεύεται από ρητορείες περί υπεράσπισης της δημοκρατίας, της ελευθερίας κλπ. Ο τρόπος λοιπόν που επιβάλλεται σήμερα αυτός ο φασισμός της πράξης δεν είναι ο χοντροκομμένος παλιός. Δεν είναι (ακόμη) η ωμή καταστολή και η προσπάθεια να εξαφανιστεί κάθε φωνή αμφισβήτησης. Ο τρόπος είναι ο ασφυκτικός έλεγχος σε βαθμό που πρακτικά οι δράσεις να χάνουν κάθε νόημα. Δε σου απαγορεύουν π.χ. να διαδηλώνεις. Σε βάζουν να ζητάς άδεια για να διαδηλώσεις (βλ. βορειοευρωπαϊκές χώρες), να τους ενημερώνεις για το δρομολόγιο και τον αριθμό των ατόμων (βλ. Γερμανία) που αν ξεπεραστεί η πορεία μπορεί κάλλιστα να κηρυχθεί παράνομη, να δηλώνεις κάποια ονόματα υπεύθυνων της πορείας ώστε αν γίνουν συγκρούσεις και ασκηθεί αντι-βία να διωχθούν αυτοί, σε αναγκάζουν να διαδηλώνεις σε ένα ρεύμα του δρόμου ή στο πεζοδρόμιο χάνοντας ακόμη και τη δυνατότητα άσκησης πίεσης μέσα από το μπλοκάρισμα της κυκλοφορίας, σε καταγράφουν με κάμερες (στη γερμανία π.χ. οι μπάτσοι περπατάνε δίπλα στην πορεία και καταγράφουν με κάμερες) κλπ. Πρακτικά ενώ σου επιτρέπουν να διαδηλώσεις, είσαι εντελώς ακίνδυνος. Αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα. Υπάρχουν πολλά σαν αυτό. Π.χ. δε λένε δημόσια «αποφασίσομεν και διατάσσομεν» σαν τον παπαδόπουλο, κάνουν μια εικονική «δημόσια διαβούλευση» και «διάλογο» στον οποίο καλείσαι να συζητήσεις μεταξύ του κακού και χειρότερου. Δεν καταργούν επίσημα την ελευθερία του λόγου. Απλώς όταν η κριτική γίνεται επικίνδυνη σου κάνουν μήνυση για συκοφαντική δυσφήμηση και πληρώνουν τους καλύτερους δικηγόρους ή λαδώνουν τους δικαστές ώστε να καταδικαστείς. Δεν καταργούν το δικαίωμα στην απεργία. Απλώς σε απολύουν την επόμενη μέρα με πρόσχημα άλλους λόγους ή κάνουν πολιτική επιστράτευση δια της δικαστικής οδού άμεσα και πρακτικά σε όποιους απεργούν για αρκετές μέρες και ασκούν πραγματική πίεση. Και αν συνεχίζεις να είσαι επικίνδυνος σου ρίχνουν βιτριόλι (βλ. Κωνσταντίνα Κούνεβα) ή σου στέλνουν μπράβους να σε δείρουν (βλ. υπόθεση Via-Vai στην Αθήνα και αρκετές άλλες). Δε σου απαγορεύουν καλή ώρα να κάνεις γενικά εκδηλώσεις στους χώρους του πανεπιστημίου. Σου λένε να ζητάς άδεια και αν πας να κάνεις κάτι το ριζοσπαστικό θα σε σταματήσουν τότε. (Έτσι επιτυγχάνουν και το διαίρει και βασίλευε: τους ακίνδυνους τους ενσωματώνουν και τους υπόλοιπους τους καταστέλλουν.) Δε σου λένε απαγορεύονται οι γενικές συνελεύσεις. Σου βάζουν απλώς τόσο εντατικό πρόγραμμα που δεν έχεις καιρό για γενικές συνελεύσεις και σε τρομοκρατούν με χάσιμο της εξεταστικής και του εξαμήνου. Δε σε υποχρεώνουν να πας στα μαγαζιά να καταναλώσεις. Σε διώχνουν από δημόσιους χώρους σαν τα πανεπιστήμια ή αναπλάθουν την πλατεία, την κάνουν πρακτικά αβίωτη (βγάζουν τα παγκάκια, βάζουν δυνατό φωτισμό, ξηλώνουν τα δέντρα) ώστε να σε διώχνει ο χώρος και μετά σου λένε «τώρα είσαι ελεύθερος να επιλέξεις». Δε σου απαγορεύουν να εκφράζεις τις ιδέες σου. Σου στερούν στην πράξη κάθε δυνατότητα να τις ζήσεις και από εκεί και πέρα σε αφήνουν να λες τις θεωρίες σου. Και βέβαια να τις λες με τρόπο ελεγχόμενο. Απαγορεύονται οι αφισοκολλήσεις, απαγορεύονται τα συνθήματα στους τοίχους, πρέπει να δίνεις ονοματεπώνυμο για το blog σου κλπ. Παράλληλα προφανώς εννοείται ότι δεν διαπραγματεύονται επ’ ουδενί το μονοπώλιο της τηλεοπτικής ενημέρωσης-πλύσης εγκεφάλου. Και τα λοιπά, και τα λοιπά…
Ο κοσμήτορας λοιπόν, συνεπής με αυτή την τάση μάς καλεί σε διάλογο… Σε στημένο διάλογο στον οποίο θα διαπραγματευτούμε τους όρους παράδοσης του πανεπιστημίου από το κίνημα στα χέρια της διοίκησης και του κράτους, θα διαπραγματευτούμε του όρους με τους οποίους θα στερηθούμε τη δυνατότητα ριζοσπαστικής και ελεύθερης δράσης και έκφρασης. Σήμερα διάλογος και άδεια για τα πάρτυ, αύριο (ή μάλλον χθες) για το πώς δε θα γράφουμε συνθήματα και δε θα κάνουμε ζωγραφιές στους τοίχους της σχολής, μεθαύριο διάλογος για το πού (δε) θα κολλάμε αφίσες, παραμεθαύριο για το πότε (δε) θα μοιράζουμε προκηρύξεις (μην αποσπούμε και τους συμφοιτητές στο διάλειμμα βρε αδερφέ…), αντιπαραμεθαύριο για το πότε (δε) θα γίνονται γενικές συνελεύσεις (μη χάνουμε μαθήματα…), λίγο αργότερα διάλογος για την αναγκαιότητα τοποθέτησης καμερών για την προσωπική μας ασφάλεια (κι άμα σε κλέψουν να μην τους βρούμε…;). Και λοιπά, και λοιπά… Κι αν φαντάζουν εξωπραγματικά αυτά που λέμε, ε λοιπόν δεν είναι. Είναι η πραγματικότητα άλλων ευρωπαϊκών πανεπιστημίων…
Για την άμεση δημοκρατία και την κοινότητα
Επίσης, επειδή ο κοσμήτορας αναφέρθηκε στη άμεση δημοκρατία, θεωρούμε αναγκαίο να απαντήσουμε και σε αυτό και να μην αφήνουμε να χρησιμοποιούνται οι λέξεις όπως βολεύουν τον καθένα και να μην διαστρεβλώνεται η έννοια και η σημασία τους.
Πρώτα από όλα με τον όρο κοινότητα ορίζουμε ένα πλήθος ανθρώπων που βρίσκονται σε ένα συγκεκριμένο χώρο, έχουν κοινή κτήση (όχι ιδιοκτησία) των διαθέσιμων μέσων και πόρων -είτε νοητικών είτε υλικών- και μοιράζονται κοινές ανάγκες, κοινούς στόχους, κοινά συναισθήματα και κοινές εμπειρίες σε μεγάλο βαθμό της καθημερινότητάς τους και με πιο βασική προϋπόθεση ότι σε αυτή τη διαδικασία κάθε άνθρωπος αντιμετωπίζεται με ίσους όρους. Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την άμεση δημοκρατία, λοιπόν, επιτάσσει ότι σε μία κοινότητα τα μέλη της ενεργούν, συμπεριφέρονται και αποφασίζουν όλοι ισότιμα και χωρίς καμία διάκριση. Δηλαδή ότι ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου, επαγγέλματος, φυλής, εμφάνισης, σεξουαλικού προσανατολισμού και κάθε άλλου χαρακτηριστικού που έχει κάποιος, συμμετέχει σε κάθε διαδικασία της κοινότητας και η γνώμη του έχει την ίδια βαρύτητα με οποιουδήποτε άλλου. Αυτό όμως προϋποθέτει ότι πέρα από το πώς συμμετέχει κάποιος σε μια διαδικασία (π.χ. ένα διάλογο) ότι σημασία έχει και από ποια θέση το κάνει. Δεν μπορούμε για παράδειγμα να μιλάμε για ισότιμες διαδικασίες ανάμεσα σε ένα καθηγητή και ένα φοιτητή, του οποίου ο βαθμός ή η συμμετοχή σε ένα μεταπτυχιακό εξαρτώνται από τον πρώτο. Ακόμη, δεν μπορεί να αναγνωρίζεται κανένας ειδικός , που να κατέχει τη γνώση του σωστού και δεν αναγνωρίζεται σε κανέναν και για κανένα λόγο η δυνατότητα να αποφασίζει για κάποιους άλλους ερήμην τους και χωρίς τη συμφωνία τους σε κάθε θέμα που τους αφορά. Λιτά και απέριττα, η φοιτήτρια, ο καθαριστής και η καθηγήτρια θα καθίσουν στο ίδιο στρογγυλό τραπέζι και η οποιαδήποτε απόφαση, απαιτεί συνδιαμόρφωση των απόψεων καθενός και όχι συζήτηση επί της άποψης ενός, και επιπλέον ομοφωνία και όχι πλειοψηφία· και γενηθήτω η αμεσοδημοκρατία.
Επειδή, όμως, καμία σχέση δεν είναι αποκομμένη από τα χωροχρονικά πλαίσια στα οποία βρίσκεται και τις αντίστοιχες συνθήκες, πρέπει πρώτα να σκιαγραφήσουμε την ύπαρξη και το ρόλο της πανεπιστημιακής κοινότητας στο χώρο του πανεπιστημίου. Στο χώρο του πανεπιστημίου τυπικά η κοινότητα αποτελείται από προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς φοιτητές, μέλη Δ.Ε.Π., εργαζόμενους στα κτίρια των σχολών, διοικητικούς κτλ. Το θέμα, όμως είναι ότι η σχέση μεταξύ όλων αυτών δεν συμπεριλαμβάνει κανένα μοίρασμα και καμία ισότητα όπως λέει ο παραπάνω ορισμός περί κοινότητας. Αντίθετα, οι σχέσεις σχεδόν όλων αυτών των ανθρώπων χαρακτηρίζονται από υποκρισία, ιδιοτέλεια, εκμετάλλευση, ανισότητα, εκβιασμό, αντιπαλότητα, αδιαφορία και όλα αυτά με την πρόφαση της μάθησης, της ευημερίας της ακαδημαϊκής κοινότητας, της προώθησης της επιστήμης, του θεσμού της δημοκρατίας και το σεβασμό του ασύλου. Για να μη γινόμαστε και ισοπεδωτικοί, πλην ελάχιστων λαμπρών εξαιρέσεων, αυτός είναι ο κανόνας. Και δυστυχώς κάθε μέρα επαληθεύεται όλο και περισσότερο.
Επαληθεύεται από το μάθημα, που έχει καταντήσει ένας στείρος μονόλογος του κάθε καθηγητή με τη σιωπηλή συναίνεση των περισσότερων φοιτητών. Από κάποιους αντιδραστικούς καθηγητές οι οποίοι χρησιμοποιούν την εξουσία που τους δίνει η θέση τους μέσα στο μάθημα και το κύρος στα ΜΜΕ, για να συκοφαντούν τους αγώνες των φοιτητών, εκβιάζοντας τη σιωπή τους. Από τις ανήλιαγες και βρώμικες αίθουσες που γίνεται το μάθημα, που βρίσκονται κάτω από τα ανακαινισμένα ηλιόλουστα γραφεία των καθηγητών. Από τα αλληλομαχαιρώματα των ίδιων των καθηγητών, που ούτε μεταξύ τους δεν υπάρχει κοινότητα. Από τους πιο πολλούς φοιτητές, που αντί να βρίσκονται στις σχολές τους για να αγωνιστούν και να αντιμετωπίσουν τα αμέτρητα προβλήματα της καθημερινότητας από κοινού με τους συμφοιτητές τους ψάχνουν καφετέρια να αράξουν, αποχαυνώνονται μπροστά σε κάθε λογής οθόνη ή «κοιτάνε τη δουλειά τους» και την καριέρα τους. Από τις φοιτητικές παρατάξεις, που είναι οι κρεατομηχανές κάθε αξιοπρέπειας και συνείδησης· εκεί οι φοιτητές ξεπουλάνε τον εαυτό τους, χειρότεροι και από εμπόρευμα, για μια δωρεάν είσοδο σε ένα μπαρ, για μερικές δήθεν καλές παρέες, για δωρεάν σημειώσεις μαθημάτων, για «εποικοδομητικές» γνωριμίες με καθηγητές ή για καλοσερβιρισμένες επαναστατικές κουβέντες και αφού τα βολέψουν, οι υπόλοιποι ας πάνε να πνιγούνε. Από την «ιερή συμμαχία» καθηγητών και παρατάξεων για περισσότερη εξουσία· οι παρατάξεις ανεβάζουν προέδρους σχολών, κοσμήτορες, αντιπρυτάνεις, πρυτάνεις, με το αζημίωτο βέβαια καθώς έχουν όλες τις σημειώσεις, «ειδική» μεταχείριση στις εξεταστικές, καλές διασυνδέσεις για ένα εξασφαλισμένο μέλλον και το χώρο του πανεπιστημίου δικό τους. Ναι, ο κανόνας που καθορίζει τις σχέσεις της «κοινότητας» επαληθεύεται και από την αποκλειστικότητα των σημειώσεων από τις παρατάξεις. Από τη γνώση που γίνεται κτήμα κάποιων ενώ είναι κοινωνικό προϊόν πράγμα που συμβαίνει από τη στιγμή που η υπάρχουσα (ή αυτή που παράγεται από την έρευνα) τεχνολογία και γνώση περιφράσσεται από πατέντες και πνευματική ιδιοκτησία, απαγορεύεται η ελεύθερη πρόσβαση σε αυτή, στη συνέχεια γίνεται εμπόρευμα και η αξιοποίησή της γίνεται δυνατή μόνο αν αδειάσουν οι τσέπες πολλών για να γεμίσουν αυτές λίγων με τη μορφή κέρδους. Από την παράδοση του χώρου του ασύλου στα πλοκάμια των κομμάτων(τις παρατάξεις), που βάζουν είσοδο στα πάρτι τους κάνοντας ιδιοκτησία τους αυτό που ανήκει σε όλους. Από την ερευνητική εργασία των μεταπτυχιακών φοιτητών, που καρπώνονται οι καθηγητές για να κερδίζουν φήμη και χρήμα, την ώρα που οι φοιτητές δεν έχουν πάρει ούτε ευρώ για την προσπάθειά τους και πολλές φορές στην παρουσίαση των project τα οποία εκπόνησαν, δεν αναφέρεται ούτε καν το όνομά τους. Από το συμφοιτητή μας, που λόγω της ιδιαιτερότητάς έφτασε να παρακαλάει να μπει ράμπα για να παρακολουθήσει το μάθημα της αστρονομίας χωρίς κανένα αποτέλεσμα, ενώ ταυτόχρονα οργανώνονται πλουσιοπάροχοι μπουφέδες καλοταϊσμένων καθηγητάδων και πολλοί καθηγητές διαπλέκονται με επιχειρήσεις στις ερευνητικές τους δραστηριότητες, με τις αντίστοιχες απολαβές φυσικά. Από τους εργαζόμενους που δουλεύουν στις εργολαβίες, τις οποίες χρηματοδοτεί το πανεπιστήμιο, για ένα κομμάτι ψωμί. Και για να μην ξεφεύγουμε από το θέμα μας, από τους καθηγητές που κοιτάνε πως θα κλειδώσουν τις πόρτες των σχολών για να μην μπορούνε οι φοιτητές να χρησιμοποιούν το φυσικό χώρο κοινωνικής αναπαραγωγής τους, πώς θα περιορίσουν τις γενικές συνελεύσεις των συλλόγων φοιτητών ή ακόμη χειρότερα πώς θα βάλουν την αστυνομία μέσα στο άσυλο, όπως έγινε προσπάθεια πρόσφατα από τον πρύτανη στο περιστατικό με το βαγόνι που πυρπολήθηκε από φασίστες. Από την εκμετάλλευση της ανάγκης των φοιτητών (κυρίως φοιτητριών) να περάσουν μαθήματα, από μερικούς καθηγητές, με απαίτηση το αντάλλαγμα των σεξουαλικών απολαβών. Αυτές είναι οι σχέσεις που διέπουν την πανεπιστημιακή «κοινότητα».
Ο λόγος που μπαίνει σε εισαγωγικά είναι γιατί αυτό το τερατούργημα δεν μπορεί να θεωρηθεί κοινότητα. Γιατί ανάμεσα στους ανθρώπους που συναντιόμαστε στο χώρο του πανεπιστημίου κάθε μοίρασμα, καθετί κοινό και συλλογικό πνίγεται από τις ατομικές επιδιώξεις που εξυπηρετούν οι κομματικές παρατάξεις, οι καθηγητικές καρέκλες και κάθε άλλη μορφή εξουσίας που εξ ορισμού φέρνει κάποιους από κάτω και κάποιους από πάνω. Από τη στιγμή, λοιπόν, που δεν υπάρχει κοινότητα και κυριαρχούν οι σχέσεις εξουσίας, δεν τίθεται θέμα ύπαρξης της αμεσοδημοκρατίας. Εμείς, ωστόσο, σε αυτήν πιστεύουμε και σε αυτήν προσπαθούμε να δώσουμε σάρκα και οστά στη καθημερινότητά μας. Αυτός είναι ένας αγώνας που ενώνει όσους τον πιστεύουν και φέρνει απέναντί μας όσους τον αποστρέφονται και το δείχνουν έμπρακτα με όσα είπαμε παραπάνω. Ο διάλογος, από την πλευρά μας είναι απαραίτητος, αλλά εφικτός μόνο με αμεσοδημοκρατικούς όρους. Και είμαστε πρόθυμοι να μπούμε σε διαδικασία διαλόγου μόνο με όσους είναι πρόθυμοι να σεβαστούν αυτούς τους όρους, τόσο με τα λόγια όσο και με τις πράξεις τους. Αν λοιπόν ο κύριος κοσμήτορας θέλει να συζητήσουμε αμεσοδημοκρατικά και ισότιμα τον περιμένουμε: ας αρνηθεί τη θέση του και τα προνόμιά του ως κοσμήτορας, ας αμφισβητήσει το κύρος και την εξουσία που απορρέει από το κοινωνικό στάτους του πανεπιστημιακού, ας κοινωνικοποιήσει την πνευματική του ιδιοκτησία και τις πατέντες που ίσως έχει κατοχυρώσει, ας κριτικάρει έμπρακτα τη σαπίλα του ακαδημαϊκού κατεστημένου και ας έρθει να συζητήσουμε ως απλοί άνθρωποι που θέλουμε να διαθέσουμε ο καθένας τις δυνάμεις του και τις γνώσεις του (ο καθένας περισσότερες στον τομέα του και λιγότερες σε άλλους) στον αγώνα για μια ελεύθερη, αλληλέγγυα και αυτοπροσδιοριζόμενη κοινωνία.
Κατά τα άλλα, για εμάς δεν υπάρχει καμιά κοινότητα εκεί που υπάρχουν σχέσεις εξουσίας. Η μόνη κοινότητα που αναγνωρίζουμε είναι η κοινότητα όσων αγωνίζονται έμπρακτα για μια κοινωνία αλληλεγγύης στην οποία θα αποφασίζουμε από κοινού και ισότιμα για τη ζωή μας. Και ξέρουμε ότι η κοινότητα αυτή έχει απέναντί της αρκετούς. Όχι μόνο καθηγητές αλλά ακόμη και συμφοιτητές μας οι οποίοι αναζητούν μια βολική θέση στην παραπάνω σαπίλα. Τους έχει απέναντι ακριβώς γιατί δεν ανέχεται την υποκρισία, τη βία, την ψευτιά, την αερολογία και το ξεπούλημα.
Για «την Επιστήμη, τη Διδασκαλία, τον Πολιτισμό και την Ηθοπαίδεια…»
Από τα παραπάνω φαίνεται καθαρά, πιστεύουμε, ότι δεν μπορεί να υπάρξει μια κοινή συμφωνία σχετικά με τον πολιτισμό, την ηθοπαίδεια, τη διδασκαλία… Οι έννοιες αυτές δεν είναι ουδέτερες. Τις αντιλαμβανόμαστε εντελώς διαφορετικά. Για τον κύριο κοσμήτορα πολιτισμός, ηθοπαίδεια, διδασκαλία είναι αυτά που περιγράψαμε παραπάνω. Και αν όχι οι ακραίες εκφάνσεις, σίγουρα ο πυρήνας τους (πνευματική ιδιοκτησία, εκμετάλλευση, μηχανοποίηση των ανθρώπων, κύρος των καθηγητών, ανταγωνισμός, εξουσία και επιβολή, τυποποιημένη εκπαίδευση και γνώση). Για εμάς πάλι πολιτισμός και ηθοπαίδεια είναι η αλληλεγγύη, ο σεβασμός της διαφορετικότητας, της ποικιλίας, η συνεργασία, η κοινή κτήση και το μοίρασμα, η αλληλοβοήθεια, το να σπουδάζει και να εργάζεται ο καθένας με το ρυθμό του και όχι σαν μηχανή, η ισοτιμία, η ειλικρίνεια, η αξιοπρέπεια, η ελευθερία και ο συλλογικός αυτοπροσδιορισμός.
Αλλά και για την επιστήμη δεν μπορεί να υπάρξει συμφωνία. Αλλιώς την αντιλαμβανόμαστε εμείς, αλλιώς ο κύριος κοσμήτορας. Δεν μπορεί πια να καταφύγει κάποιος ούτε σ’ αυτό το έσχατο καταφύγιο για να βρει ένα κοινό συμφέρον εξουσιαστών και εξουσιαζόμενων. Να πει «εντάξει, παρ’ όλη τη σαπίλα και τις αντιθέσεις μας, όλοι για το καλό της επιστήμης δουλεύουμε». Γιατί και η επιστήμη δεν είναι κάτι ουδέτερο. Δε βρίσκεται έξω από τις κοινωνικές σχέσεις και τις πολιτικές[1] αντιλήψεις και συγκρούσεις. Επηρεάζεται από αυτές και τις επηρεάζει επίσης. Ίσα ίσα, ακριβώς η διακήρυξη της επιστήμης ότι βρίσκεται πέραν της πολιτικής αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες πολιτικές θέσεις της, καθώς της επιτρέπει να νομιμοποιεί τις εκάστοτε κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις και ιδεολογίες ντύνοντάς τες με την επίφαση της αντικειμενικότητας. Αυτό συμβαίνει ξανά και ξανά: όταν οι άνθρωποι παθαίνουν κατάθλιψη γιατί ζουν σε έναν κόσμο όπου τα πάντα είναι εμπόρευμα και η επιστήμη λέει ότι φταίνε τα γονίδια ή η έλλειψη κάποιων ορμονών, όταν το τι είναι ομορφιά καθορίζεται από τη διαφημιστική βιομηχανία και η επιστήμη βρίσκει την εξίσωση της ομορφιάς που όλως τυχαίως συμπίπτει με τα πρότυπα αυτά, όταν όσοι διαφωνούν με την ξεφτίλα που μας προσφέρουν για ζωή ονομάζονται τρελοί, όταν οι εγκληματικές συμπεριφορές που γεννιούνται από την εξαθλίωση αποδίδονται σε γονίδια και κληρονομικά αίτια για να νομιμοποιήσουν στη συνέχεια υποχρεωτικές στειρώσεις φτωχών πληθυσμών (όπως στις αρχές του 20ου αιώνα στις ΗΠΑ τις οποίες δεν αποκλείεται να τις ξαναδούμε και σήμερα), όταν η υποτιθέμενη φυλετική κατωτερότητα των Εβραίων πιστοποιούνταν επιστημονικά στη ναζιστική Γερμανία, όταν το 90% του DNA για το οποίο δεν ξέρουμε τι είδους λειτουργία επιτελεί χαρακτηρίζεται ως σκουπίδι (junk-DNA), όταν οι βιοτεχνολόγοι αποφασίζουν το ποιες λειτουργίες ενός οργανισμού είναι «καλές» και ποιες «κακές», ποιες πρέπει να προωθηθούν και ποιες όχι επανεισάγοντας την ευγονική, όταν η πολεοδομία του καπιταλισμού παρουσιάζεται ως αντικειμενικά σωστή, όταν η οποιαδήποτε οργανική λειτουργία η οποία δεν υπηρετεί την περαιτέρω μηχανοποίηση των ζωντανών οργανισμών ονομάζεται σπάταλη και ατέλεια της φύσης κλπ
Αλλά ακόμη και εκεί που υπάρχει αντικειμενικότητα (γιατί στις θετικές τουλάχιστον επιστήμες υπάρχει και αντικειμενική επιστημονική γνώση), καθόλου αντικειμενικό δεν είναι το πώς θα χρησιμοποιηθεί η γνώση αυτή, το σε ποιες τεχνολογικές εφαρμογές θα οδηγήσει και σε ποιες όχι, ανάλογα με τα συμφέροντα, το ποιοι θα κερδίσουν εις βάρος ποιων. Και δεν μπορούμε να σιωπούμε πλέον μπροστά σε όλα αυτά τα ζητήματα λέγοντας «εγώ προσφέρω γνώση στην ανθρωπότητα (έτσι γενικά και αόριστα) και αυτή ας αποφασίσει τι θα την κάνει». Οι επιστήμονες δεν μπορούν πια να αδιαφορούν για το σε ποιανού τα χέρια καταλήγει η γνώση που προσφέρουν. Μετά από τις πυρηνικές βόμβες, τα χημικά και βιολογικά όπλα, τις ναπάλμ και τις βόμβες φωσφόρου, τα τσιπάκια παρακολούθησης που εμφυτεύονται σε ανθρώπους (προς το παρόν πειραματικά), τα τηλεκατευθυνόμενα βομβαρδιστικά, τα επιστημονικά πειράματα στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης με πειραματόζωα-θύματα Εβραίους και τσιγκάνους (και των οποίων τα αποτελέσματα όλο χαρά χωρίς καμιά ντροπή υποδέχτηκαν οι επιστήμονες των συμμαχικών δυνάμεων που τα κατέσχεσαν μετά την ήττα των ναζί), τη χρησιμοποίηση σήμερα ανθρώπων στην υποσαχάρια αφρική ως πειραματόζωων για τη δοκιμή παρενεργειών εμβολίων πριν αυτά διατεθούν στον πρώτο κόσμο, την επιβολή καλλιέργειας μεταλλαγμένων σπόρων αδιαφορώντας για την καταστροφή της υγείας μας ή των ισορροπιών των οικοσυστημάτων, τις διοξίνες, τις χημικές και μεταλλαγμένες ζωοτροφές, τη χρήση της ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας για τη χειραγώγηση πληθυσμών με σκοπό είτε την προώθηση καταναλωτικών συμπεριφορών, είτε τη δημιουργία πειθήνιων υπηκόων-τηλεθεατών και άλλα πολλά παρόμοια, η σιωπή είναι πολυτέλεια, αν όχι συνενοχή. Αυτή η συζήτηση θα πρέπει να ανοίξει επιτέλους σοβαρά μεταξύ των επιστημόνων καθώς αποτελούν βασικό κρίκο στην όλη διαδικασία εξοπλισμού και αύξησης της ισχύος των εξουσιαστών. Και πάλι όχι μεταξύ όλων. Να ανοίξει μεταξύ των επιστημόνων που δε είναι οι ίδιοι αυτοί που νέμονται τη γνώση που παράγουν, για προσωπικό όφελος. Οι άλλοι έχουν συνδέσει τόσο στενά τα συμφέροντά τους με το σύστημα που δεν έχει νόημα.
Για την αυθαιρεσία
Θέλουμε πρώτα και κύρια να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Δεν πρεσβεύουμε το «να κάνει ο καθένας ό,τι γουστάρει». Το γεγονός ότι δεν αναγνωρίζουμε τους ιεραρχικούς θεσμούς δε σημαίνει ότι στρεφόμαστε ενάντια σε κάθε θεσμό. Αν το κάναμε αυτό, θα προτάσσαμε τον ατομικισμό στη χειρότερη εκδοχή του που είναι η διάλυση της κοινωνίας. Αυτό που λέμε είναι ότι αναγνωρίζουμε και σεβόμαστε μόνο θεσμούς που λειτουργούν αλληλέγγυα και χωρίς ιεραρχίες. Οι θεσμοί αυτοί γεννιούνται και εξελίσσονται από τους από τα κάτω μαζί με τους αγώνες τους για την απελευθέρωση της ζωής τους από κάθε είδους εξουσία και εκμετάλλευση. Και αυτό δεν είναι ιδεολόγημα. Οι θεσμοί αυτοί υπάρχουν και εξελίσσονται γύρω μας και όποιος θέλει να τους δει τους βλέπει.
Όταν ο κοσμήτορας μάς κατηγορεί ότι αυθαιρετούμε, στην πραγματικότητα μας κατηγορεί ότι αυθαιρετούμε απέναντι στους ιεραρχικούς θεσμούς των οποίων αποτελεί μέρος. Δεν αυθαιρετούμε λοιπόν γενικά αλλά ειδικά, το οποίο όμως το αποκρύπτει γιατί αν δεν το απέκρυπτε θα έπρεπε να αναγνωρίσει ότι υπάρχει και άλλος τρόπος να λαμβάνονται οι αποφάσεις. Για εμάς δεν υπάρχει ζήτημα αυθαιρεσίας απέναντι στους ιεραρχικούς θεσμούς. Υπάρχει η αναγκαιότητα να αμυνθούμε απέναντι στη διαρκή επίθεση που αυτοί οι θεσμοί διεξάγουν και η θέληση να αγωνιστούμε για μια κοινωνία αυτεξούσια, αυτοπροσδιοριζόμενη και αλληλέγγυα. Υπάρχει μια διαρκής σύγκρουση, όχι στρατιωτική, αλλά καθημερινών πράξεων, ιδεών, αντιλήψεων, επιλογών. Μια σύγκρουση που διεξάγεται ήδη έτσι κι αλλιώς, που είναι παλιά όσο και η καταπίεση στην ανθρώπινη κοινωνία και όπου η ουδετερότητα είναι μια αυταπάτη καθώς οι καθημερινές στάσεις και επιλογές του καθενός και της καθεμιάς μας αναπαράγουν είτε εξουσιαστικές είτε απελευθερωτικές πραγματικότητες ακόμη και αν αυτό δε φαίνεται με την πρώτη ματιά. Μια σύγκρουση που διεξάγεται γύρω μας αλλά και μας διαπερνά, στην οποία εμπλεκόμαστε αντιφατικά και κάποιες φορές δεν κάνουμε τις απελευθερωτικές επιλογές, αλλά θα πρέπει να έχουμε επίγνωση αυτού του πράγματος και να προσπαθούμε να μειώνουμε τις αντιφάσεις μας και όχι να κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλό μας ντύνοντάς τες με επίφαση ουδετερότητας.
Από εκεί και πέρα ο καθένας μπορεί να επικαλεστεί διάφορα για να νομιμοποιήσει στις συνειδήσεις αυτό που πρεσβεύει. Όπως ο κοσμήτορας επικαλείται τις διαδικασίες της συνδιοίκησης και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας», έτσι κι εμείς μπορούμε να επικαλεστούμε τους θεσμούς της άμεσης δημοκρατίας (που στη δικιά μας θεώρηση είναι και η μόνη πραγματική δημοκρατία). Αλλά αυθαιρεσία δεν υπάρχει, γιατί δεν έχουμε συμφωνήσει σε κάτι ώστε να αυθαιρετήσουμε παραβαίνοντάς το. Ή για την ακρίβεια αυθαιρεσία υπάρχει εξίσου και από τις δυο πλευρές. Όσο αυθαιρετούμε εμείς, άλλο τόσο αυθαιρετεί και ο κοσμήτορας, η διοίκηση του πανεπιστημίου και γενικά οι ιεραρχικοί θεσμοί. Μάλιστα δε θα μπορούσε να μην υπάρξει αυθαιρεσία και από τις δυο πλευρές. Γιατί καθώς η ιεραρχική οργάνωση και η μη ιεραρχική είναι αλληλοαποκλειόμενες δε μπορούν παρά να συγκρούονται, δηλαδή να αυθαιρετούν η μια απέναντι στην άλλη και όπου υπάρχει η μία να μην υπάρχει η άλλη ανάλογα με το συσχετισμό δύναμης. Κι αυτό γιατί δεν υπάρχει κάποιο κοινό έδαφος μεταξύ τους ώστε να βασιστούν σε αυτό για να συζητήσουν και να συμφωνήσουν μεταξύ τους. Αλλά αυτή η αυθαιρεσία συμβαίνει και από τις δυο μεριές και είναι σημαντικό να γίνει αυτό ξεκάθαρο. Όσο αυθαίρετο είναι λόγου χάρη το να δρας αυτόνομα, τόσο αυθαίρετο είναι το να σου επιβάλουν να ζητάς άδεια αναγνωρίζοντας τους ιεραρχικούς θεσμούς. Όσο αυθαίρετο είναι το να κάνεις ένα γλέντι στο πανεπιστήμιο, τόσο αυθαίρετο είναι το να σε διώχνουν και να αναγκάζεσαι να πας στα μαγαζιά και να πληρώνεις για να διασκεδάσεις. Όσο αυθαίρετο είναι το να ζωγραφίζεις στους τοίχους της σχολής, τόσο αυθαίρετο είναι το να σε αναγκάζουν να κάνεις μάθημα σε αίθουσες λευκά κελιά. Όσο αυθαίρετο είναι να αντιστεκόμαστε στην εξουσία των καθηγητών, τόσο αυθαίρετη είναι και η δικαιοδοσία τους να μας εξουσιάζουν. Όσο αυθαίρετο είναι να καταλάβουμε το πανεπιστήμιο και να το λειτουργήσουμε σύμφωνα με τις δικές μας ανάγκες τόσο αυθαίρετο είναι και το να μας επιβάλουν να λειτουργεί με τρόπο που να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των εξουσιαστών κ.ο.κ.
Άλλωστε και η ίδια η ύπαρξη των ιεραρχικών θεσμών αυθαίρετη είναι. Το γεγονός ότι έχουν στα χέρια τους κάποιους νόμους που λένε ότι οι θεσμοί αυτοί μπορούν να υπάρχουν συμβαίνει απλώς και μόνο γιατί οι θεσμοί αυτοί είναι ισχυρότεροι από άλλους (π.χ. τους μη ιεραρχικούς) και έτσι έχουν τη δύναμη να επιβάλλουν καθολικά την αντίληψή τους κάνοντάς την νόμο. Να το πούμε αλλιώς: από πού αντλούν τη δικαιοδοσία κάποιοι να αποφασίζουν για εμάς χωρίς εμάς; «Από κάποιους νόμους» θα πει κάποιος… Και αυτοί οι νόμοι από πού; Από κάποιους άλλους νόμους… Και οι πρώτοι νόμοι; Από την πλειοψηφία θα πει κάποιος… «Σιγά να μην την αντλούν από την πλειοψηφία» θα πούμε εμείς… Δηλαδή τα δισεκατομμύρια των εκμεταλλευομένων και των καταπιεσμένων αυτού του πλανήτη συμφωνούν στο να τα εκμεταλλεύονται και να τα καταπιέζουν; Η απάντηση είναι απλή: ΑΥΘΑΙΡΕΤΑ. Αυθαίρετα έχουν επιβληθεί οι νόμοι που κάνουν νόμιμη την εκμετάλλευση και την καταπίεση, που τους επιτρέπουν να αποφασίζουν για εμάς χωρίς εμάς. Αυθαίρετα από κάποιους που βρέθηκαν σε θέση ισχύος απέναντι στους υπόλοιπους. Η ιστορία των χιλιάδων εξεγέρσεων στην ιστορία που έχουν πνιγεί στο αίμα το λέει καλύτερα από εμάς…
Βέβαια να πούμε ότι λέγοντας πως και οι δυο πλευρές αυθαιρετούν, σε καμιά περίπτωση δεν τις βάζουμε στο ίδιο σακί. Δεν τις βάζουμε στην ίδια μοίρα ούτε τις θεωρούμε το ίδιο (άλλωστε παίρνουμε το μέρος της μίας). Κι αυτό γιατί η μια αυθαιρεσία υπερασπίζεται τη ζωή, την αλληλεγγύη, την ισοτιμία, την αγάπη, το μοίρασμα μεταξύ των ανθρώπων και την ισορροπία με την υπόλοιπη φύση, ενώ η άλλη υπηρετεί την εκμετάλλευση, την επιβολή, την αδικία, τη βία και τη λεηλασία. Λέγοντας ότι και οι δυο πλευρές αυθαιρετούν θέλουμε απλώς να δείξουμε ότι δεν υπάρχει μια ουδέτερη, αντικειμενικά σωστή, διαδικασία λήψης των αποφάσεων που όσοι βρίσκονται εντός της και την αναγνωρίζουν είναι εντάξει ενώ όσοι βρίσκονται εκτός της και δεν την αναγνωρίζουν αυθαιρετούν. Και όποιος ισχυρίζεται κάτι τέτοιο απλώς ψεύδεται.
Σε κάθε περίπτωση θεωρούμε ότι το κείμενο αυτό, με το μέγεθος, την ποιότητά του και τις ανθρωποώρες εργασίας που δαπανήσαμε πάνω του, λειτουργεί και σαν έμμεση θέση απέναντι σε όποιον μας κατηγορεί ότι αυτό που πρεσβεύουμε δεν είναι τίποτα περισσότερο από το «ο καθένας να κάνει ό,τι γουστάρει»…
17/1/2011
Αυτόνομο Σχήμα Φυσικού (persona non grata)
[1] Πολιτικές όχι κομματικές. Πολιτικές με τη βαθύτερη και ουσιαστική έννοια του όρου που αφορά το πώς ζούμε, πώς συσχετιζόμαστε και πώς λαμβάνονται οι αποφάσεις