για να κατεβάσετε το κείμενο σε μορφή word κάντε εδώ: Idrytiki diakyriksi diktyosis
Θεσσαλονίκη 19/12/2010
ΙΔΡΥΤΙΚΗ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ ΑΥΤΟΝΟΜΩΝ ΣΧΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΤΟΜΩΝ ΤΩΝ ΑΕΙ ΚΑΙ ΤΕΙ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Το Δεκέμβριο του 2010, μέσα από μια διαδικασία συναντήσεων, συζητήσεων και κοινών δράσεων δημιουργήθηκε από τα αυτόνομα σχήματα Φυσικού ΑΠΘ (Persona non Grata), Γεωπονίας ΑΠΘ, Παιδαγωγικού ΑΠΘ (Ovella Negra), Πανεπιστημίου Μακεδονίας (Αυτόνομη Παρέμβαση στο ΠΑ.ΜΑΚ.) και από αυτόνομους και αυτόνομες του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και των σχολών Θεάτρου ΑΠΘ, Νομικής ΑΠΘ, Ψυχολογίας ΑΠΘ, Τυποποίησης και διακίνησης πρoϊόντων (logistics) ΤΕΙ, Ηλεκτρονικής ΤΕΙ, κινηματογράφου ΑΠΘ· η δικτύωση αυτόνομων σχημάτων και ατόμων των ΑΕΙ και ΤΕΙ Θεσσαλονίκης. Το κείμενο που ακολουθεί είναι το διακηρυκτικό κείμενο της δικτύωσης στο οποίο αποτυπώνονται οι θέσεις και οι κοινές συμφωνίες όσων συμμετέχουν σε αυτή.
Ιστορική αναδρομή
Η δημιουργία της δικτύωσης αυτόνομων σχημάτων και ατόμων ΑΕΙ-ΤΕΙ Θεσσαλονίκης δεν αποτελεί παρθενογένεση. Είναι καρπός προσπαθειών που έγιναν στο παρελθόν και των εμπειριών που αποκτήθηκαν από αυτές. Μέσα από τον πειραματισμό και τις αποτυχίες των προηγούμενων προσπαθειών αποκτήθηκε με βάση τον αναστοχασμό πάνω στα λάθη μας, μια εμπειρία η οποία μας βοηθά τώρα σε ένα επόμενο χρόνο να δημιουργήσουμε μια διαδικασία που να είναι λειτουργική και με προοπτική.
Η ιστορία αυτής της δικτύωσης ξεκινά από το φοιτητικό κίνημα του 2006-2007. Τότε εν μέσω κινήματος διαμορφώνεται ένα ρεύμα κόσμου που ασφυκτιά από τη χειραγώγηση του κινήματος από την αριστερή γραφειοκρατία και από την στείρα προσέγγιση περί υπεράσπισης δικαιωμάτων η οποία αν και σημαντική ως ένα κομμάτι του αγώνα, ωστόσο αδυνατεί να μιλήσει για τις ζωές μας αν μείνουμε μόνο σ’ αυτή. Σε κάποιες σχολές αυτός ο κόσμος παίρνει την πρωτοβουλία να δημιουργήσει αυτόνομα σχήματα. Αλλού παραμένει διάχυτος. Ο κόσμος αυτός (σχήματα και άτομα) θα αποτελέσει τη μαγιά της αυτονομίας και αργότερα, μετά το κίνημα θα επιδιώξει να δημιουργήσει κάποιες σταθερές διαδικασίες παρέμβασης των αυτόνομων στα πανεπιστήμια.
Το πρώτο κάλεσμα για συντονισμό γίνεται από κάποια αυτόνομα σχήματα και άτομα της Πάτρας (Ανοιχτή συνέλευση αυτόνομων σχημάτων και καταληψιών φοιτητών Πάτρας) τον Απρίλιο του 2007 ακριβώς μετά τη λήξη του κινήματος. Αποσκοπούν στη δημιουργία πανελλαδικού συντονισμού. Σε εκείνες τις συναντήσεις πηγαίνει κόσμος από όλη την Ελλάδα αλλά ωστόσο δεν μπορεί να υπάρξει συμφωνία. Αιτία είναι κυρίως το γεγονός ότι υπάρχει κόσμος με πάρα πολύ διαφορετικές και συχνά αντικρουόμενες αντιλήψεις για το τι είναι αυτονομία, αν και πώς πρέπει να παρεμβαίνουμε στις σχολές και στις γενικές συνελεύσεις εν μέσω ή/και εκτός κινήματος, τι περιεχόμενα πρέπει να έχει παρέμβαση μας, αν πρέπει να είναι σταθερή ή να συμβαίνει μόνο όταν υπάρχει κίνημα ή κάποιο φλέγον ζήτημα κ.α. Επιπλέον τα σχήματα είναι στη μεγάλη τους πλειοψηφία νεοσύστατα και σε γενικές γραμμές δε ξέρουν ούτε ποια είναι η δική τους αντίληψη για τα πράγματα, ούτε τι ακριβώς θέλουν να κάνουν τα ίδια. Γίνεται προσπάθεια να δημιουργηθεί μια βάση συνύπαρξης με το να μπουν κάποια πολύ γενικά και κοινώς αποδεκτά minimum (αμεσοδημοκρατικη λειτουργία των σχημάτων και του κινήματος, ενάντια στο νόμο πλαίσιο και την αναθεώρηση του άρθρου 16, ενάντια στις εκλογές, να θέλουν να συνεχιστεί το κίνημα σε αντίθεση με τους αριστερούς που σταμάτησαν το κίνημα για να κάνουν φοιτητικές εκλογές κλπ.) ώστε να προχωρήσει η διαδικασία. Ωστόσο αυτό δε λειτουργεί γιατί τα minimum αυτά είναι τόσο γενικά που δε λένε σχεδόν τίποτα για τα συγκεκριμένα προβλήματα που προκύπτουν από τις διαφορετικές πολιτικές αντιλήψεις που έχουν συναντηθεί. Προτείνεται επίσης από κάποιο κόσμο να ξεκινήσει ένας κύκλος συζητήσεων πάνω στις βασικές αρχές της αυτονομίας και του συντονισμού ώστε να προσπαθηθεί να συντεθούν οι διάφορες απόψεις και να ξεκαθαρίσει η κατάσταση. Αυτό όμως δε στηρίζεται από το μεγαλύτερο κομμάτι του κόσμου για διάφορους λόγους: είτε γιατί ο κόσμος αισθάνεται ότι προτεραιότητα έχει να συγκροτήσει τα νεοσύστατα σχήματά του πριν το συζητήσει με άλλο κόσμο, είτε γιατί θεωρεί προτεραιότητα το να συνεχιστεί το κίνημα, είτε γιατί έχει ακτιβίστικες προσεγγίσεις και δεν ενδιαφέρεται για θεωρητική ανάλυση. Έτσι η απόπειρα αυτή φυλλορροεί και κάποια στιγμή εγκαταλείπεται μαζί με τις προσπάθειες για πανελλαδικό συντονισμό. Οι επόμενες απόπειρες θα αφορούν προσπάθειες συντονισμού σε τοπικό επίπεδο.
Όσον αφορά τη Θεσσαλονίκη η πρώτη προσπάθεια δημιουργίας ενός συντονιστικού πόλης αυτόνομων σχημάτων και ατόμων ξεκινά το επόμενο ακαδημαϊκό έτος. Συγκεκριμένα τον Οκτώβρη του 2007 μετά από κάλεσμα του αυτόνομου σχήματος φυσικού (persona non grata). Καλούνται σχήματα και άτομα που λειτουργούν αμεσοδημοκρατικά και αντιιεραρχικά και τα οποία παρεμβαίνουν ή σκοπεύουν να παρέμβουν στη σχολή τους σε μια κινηματική κατεύθυνση. Η προσπάθεια αυτή διαρκεί κάποιους μήνες και προχωρά και σε ορισμένες δράσεις με minimum λόγο να τις πλαισιώνει. Ωστόσο και αυτή η απόπειρα για μια σειρά από λόγους δεν καταφέρνει να βγάλει κάπου και σταδιακά εγκαταλείπεται. Ένας βασικός λόγος αποτυχίας εκείνης της προσπάθειας ήταν όπως και στον πανελλαδικό συντονισμό το ότι τα σχήματα ήταν νέα και δεν είχαν συγκροτηθεί τα ίδια. Δεν είχαν διασαφηνίσει μια πολιτική βάση και επίσης δεν είχαν μια ξεκάθαρη αντίληψη για το πώς θέλουν να παρεμβαίνουν στις σχολές και προς τα πού θέλουν να κινηθούν. Έτσι δεν μπόρεσαν να τοποθετηθούν με σαφήνεια σε ζητήματα που προέκυψαν και η διαδικασία ήταν πολύ δύσκολο να προχωρήσει. Τα ζητήματα αφορούσαν το αν θα υπάρχει συντονισμός μόνο στη δράση ή και στο λόγο, το ποια θα είναι η σχέση σχημάτων και ατόμων μέσα στο συντονιστικό, αν κάποιο άτομο θα πρέπει από ένα σημείο και μετά οπωσδήποτε να φτιάξει σχήμα στη σχολή του για να μπορεί να συνεχίσει να είναι στο συντονιστικό, ποια θα είναι η δομή του συντονιστικού και η σχέση του με τα σχήματα. Η απουσία εμπειρίας των σχημάτων έκανε πολύ δύσκολο το να γίνουν κατανοητές οι διαφορές των μοντέλων λειτουργίας και των προεκτάσεων τής κάθε απάντησης στα παραπάνω ερωτήματα. Παράλληλα λόγω αυτής της έλλειψης εμπειρίας και συγκρότησης υπήρχε ο φόβος σε αρκετό κόσμο ότι το συντονιστικό θα καπελώνει τα σχήματα και έτσι ο κόσμος θέλησε να δώσει βαρύτητα στο σχήμα του ο καθένας και όχι στο συντονισμό. Επιπλέον σε αυτά τα προβλήματα ήρθαν από ένα σημείο και μετά να προστεθούν και νέα τα οποία προέρχονταν από τις αντιλήψεις σχημάτων που κατέβαιναν στις εκλογές και τα οποία κουβαλούσαν μαζί τους την πολιτική κουλτούρα των εκλογών (βλ. συμμετοχή στα τελετουργικά του παραταξιακού-εκλογοκεντρικού συνδικαλισμού, θεαματική αντίληψη της παρέμβασης κ.α.) και μια άλλη αντίληψη της αυτονομίας. Η παρουσία όλων των παραπάνω ζητημάτων και θεμελιωδών αντιθέσεων πάνω στο τι είναι αυτονομία σε συνδυασμό με την αδυναμία να δοθούν απαντήσεις οδήγησε και εκείνη τη διαδικασία σε αδιέξοδο.
Η δεύτερη προσπάθεια δημιουργίας σε επίπεδο Θεσσαλονίκης μιας σταθερής δομής αυτόνομης παρέμβασης στα πανεπιστήμια ξεκινά τον Ιανουάριο του 2009 (το αρχικό κάλεσμα ήταν στις 7/12/2008 αλλά αναβλήθηκε λόγω εξέγερσης). Πρόκειται για την αυτόνομη συνέλευση φοιτητών. Ως μίνιμουμ άξονες συνεννόησης μπήκαν η αμεσοδημοκρατία, η αντιιεραρχία και η μη συμμετοχή στις εκλογές. Η συνέλευση αυτή επιλέχθηκε εξαρχής να είναι συνέλευση ατόμων. Ακόμη και για σχήματα που ήθελαν να συμμετέχουν σε αυτή τη συνέλευση η απόφαση ήταν ότι ο κόσμος αυτών των σχημάτων θα συμμετείχε ως άτομα και παράλληλα θα μπορούσε να δρα ως σχήμα στη σχολή του. Η λογική ήταν ότι αυτόνομος κόσμος που ήθελε να παρέμβει στα πανεπιστήμια θα οργανωνόταν σε κεντρικό επίπεδο πανεπιστημίου, θα συνδιαμόρφωνε δράσεις και λόγο και αυτές οι δράσεις και ο λόγος θα διαχέονταν στη συνέχεια στις σχολές. Αυτή η επιλογή καθώς και η εισαγωγή του «αντιεκλογικού» έγινε σε μια προσπάθεια να παρακαμφθούν τα προβλήματα που εμφανίστηκαν στην προηγούμενη απόπειρα συντονισμού. Τα προβλήματα αυτά πράγματι σε ένα βαθμό παρακάμφθηκαν. Εμφανίστηκαν όμως νέα. Πρώτα απ’ όλα υπήρξε εντός της διαδικασίας κόσμος με αντίθετα σκεπτικά όσον αφορά το περιεχόμενο της παρουσίας μας στα πανεπιστήμια. Υπήρχε κόσμος που θεωρούσε εξίσου σημαντική την επαναστατική πολιτική και το συνδικαλισμό και κόσμος ο οποίος ήταν εντελώς αδιάφορος ή και εχθρικός προς το συνδικαλισμό. Επίσης υπήρχε αντίθεση ανάμεσα στην αντίληψη για τη μορφή της παρουσίας μας: από τη μια κάποιοι ήθελαν να έχουμε τακτική παρουσία με συνέπεια και διάρκεια, ενώ από την άλλη κάποιοι άλλοι ενδιαφέρονταν για περιστασιακή παρέμβαση όταν υπάρχει θερμή επικαιρότητα. Ακόμη σχετικά με τον τρόπο παρέμβασης κάποιοι ενδιαφέρονταν για παρουσία στην καθημερινότητα των σχολών και προσπάθεια δημιουργίας σχέσεων και κοινών αγώνων με μη αυτόνομους φοιτητές, ενώ άλλοι ενδιαφέρονταν για παρεμβάσεις και άμεσες δράσεις σε κεντρικό επίπεδο πανεπιστημίου με βάση την πολιτική ταυτότητα του αυτόνομου. Επιπλέον υπήρξε αντίθεση μεταξύ κόσμου που έδινε έμφαση στο να υπάρχει λόγος και περιεχόμενο πίσω από κάθε πράξη και σε κόσμο ο οποίος είχε ακτιβίστικες προσεγγίσεις και δεν ενδιαφερόταν για ανάλυση ζητημάτων. Αυτές οι αντιθέσεις συνδυάστηκαν με ορισμένες δομικές αδυναμίες της αυτόνομης συνέλευσης φοιτητών: Πρώτον, η απουσία συλλογικοτήτων (σχημάτων) που να δεσμευτούν στη διαδικασία την κατέστησε αφερέγγυα καθώς η ατομική δέσμευση είναι πιο εύκολα ανακλητή: ο κόσμος που συμμετείχε ατομικά μια ερχόταν και μια όχι, ή και εξαφανιζόταν χωρίς να πει σε κανέναν τίποτα. Αυτό έγινε ακόμα πιο έντονο όταν ο αρχικός ενθουσιασμός για τη δημιουργία μιας καινούριας συνέλευσης έφυγε και η διαδικασία ήρθε αντιμέτωπη με ζητήματα όπως τα παραπάνω τα οποία ήθελαν χρόνο και τριβή για να επιλυθούν. Δεύτερον, η συγκρότηση σε επίπεδο πανεπιστημίου και όχι σε επίπεδο σχολής δυσχέραινε ιδιαίτερα τη δημιουργία ριζωμάτων στην καθημερινότητα κάθε σχολής. Συνεπώς ο κόσμος που παρέμβαινε στη σχολή του παρέμβαινε ως εξωτερικός και κατά κάποιον τρόπο έχανε την κινηματική καθημερινότητα της σχολής του (βλ. γενικές συνελεύσεις, συντονιστικές επιτροπές αγώνα, σπασίματα συνελεύσεων τμημάτων) η οποία θα τον έβαζε σε μια κίνηση. Αυτό συντελούσε στο να αδρανήσει και να αποσυρθεί. Έτσι και αυτή η διαδικασία σταδιακά φυλλορρόησε και εγκαταλείφθηκε.
Μέσα από την εμπειρία των προσπαθειών και των αποτυχιών αυτών έγινε φανερό ότι για να μπορέσει να συγκροτηθεί μια διαδικασία συντονισμού θα έπρεπε η βάση της να είναι ξεκάθαρη στα κύρια. Να αποσαφηνιστούν κατευθύνσεις και να απαντηθούν τα κυριότερα από τα ζητήματα που προέκυψαν στις προηγούμενες απόπειρες ώστε ο κόσμος που θα συσπειρωθεί σε μια νέα απόπειρα να έχει μια λίγο πολύ κοινή αντίληψη για το που θέλει να το πάει και να μην αναλωθεί σε προσπάθειες σύνθεσης εντελώς αντίθετων σκεπτικών που δε θα έβγαζαν κάπου. Η ανάγκη αυτή αποτυπώθηκε στην τρίτη απόπειρα δημιουργίας μιας διαδικασίας συντονισμού η οποία είναι η παρούσα. Η απόπειρα αυτή ξεκίνησε το Δεκέμβρη του 2009 μετά από κάλεσμα του αυτόνομου σχήματος φυσικού (persona non grata) και βασίστηκε σε τέσσερα minimum. Το κάλεσμα εκείνο απευθυνόταν σε σχήματα και άτομα που 1. διαπνεόταν από τις ιδέες τις αυτονομίας, 2. είχαν (ή είχαν διάθεση να ξεκινήσουν) τακτική παρουσία σε πρώτο επίπεδο στη σχολή τους και σε δεύτερο (αν ήθελαν) σε ολόκληρο το πανεπιστήμιο, 3. παρέμβαιναν και με επαναστατική πολιτική και με συνδικαλισμό, 4. δε συμμετείχαν στις φοιτητικές εκλογές. Επιπλέον κατά τη συλλογική πορεία του κόσμου που βρέθηκε σε αυτή τη διαδικασία συμφωνήθηκε ένα επιπλέον minimum: ότι ο κόσμος που συμμετέχει σε αυτή τη διαδικασία θα πρέπει να δεσμεύεται ότι θα συμμετέχει τακτικά σε αυτή και ότι θα συμμετέχει εξ ίσου στη συζήτηση των περιεχομένων και την υλοποίηση των δράσεων της. Χρειάζεται δηλαδή να την σέβεται για να τον σέβεται και αυτή. Παρακάτω παρουσιάζονται αναλυτικά οι κοινές συμφωνίες των σχημάτων και των ατόμων που συμμετέχουν στη δικτύωση.
Η αυτονομία
«Η αυτονομία δεν είναι απάθεια, είναι κίνηση»
Πλανάται γενικά στον αέρα η ιδέα πως το να είσαι αυτόνομος, σημαίνει να μη δρας πολιτικά. Κάθε άλλο. Η αυτονομία αποτελεί κομμάτι όσων κινούνται και αγωνίζονται καθημερινά για την κοινωνική και ατομική απελευθέρωση. Δεν έχει σχέση με απολιτικές λογικές. Το να μη συμμετέχεις σε παρατάξεις δε σημαίνει ότι δε δρας πολιτικά.
Ενταγμένη σε ένα γενικότερο πλαίσιο, η έννοια της αυτονομίας αφορά στην εναντίωση σε κάθε μορφή εξουσίας που αναπτύσσεται μεταξύ αδύναμων και ισχυρών, μεταξύ καταπιεσμένων και καταπιεστών, στην αποστροφή από καθετί που καταλαμβάνει ηγετικό ρόλο, ρέπει προς λογικές επιβολής και κυριαρχίας, ιεραρχικές τάσεις και την αποδοχή αυτών.
Ακόμη τόσο ιστορικά όσο και θεωρητικά, η αυτονομία εντάσσεται μεταξύ άλλων σε ένα συνολικό ρεύμα άρνησης της καπιταλιστικής πραγματικότητας και εναντίωσης σ’ αυτή. Η εκμετάλλευση αποτελεί την πεμπτουσία της πραγματικότητας αυτής.
Και ως εκμετάλλευση, εντός και εκτός δεδομένων ιδεολογιών, ορίζουμε τις εμπορευματικές σχέσεις, την ατομική ιδιοκτησία, τη διανοητική ή υλική εργασία και παραγωγή για λογαριασμό του κεφαλαίου και τις περιφράξεις (δηλαδή τη μετατροπή των κοινών αγαθών σε ατομική ή κρατική ιδιοκτησία). Αναγνωρίζουμε πως στο καπιταλιστικό παρόν, όλα τα παραπάνω έχουν μετατραπεί σε ένα δαιδαλώδες, δυσδιάκριτο δίκτυο εμπόλεμων καταστάσεων και σχέσεων, μα αποφεύγοντας τον σχετικισμό, η θέση μας σ’ αυτό τον πόλεμο δε θα μπορούσε παρά να είναι σταθερά δίπλα στους καταπιεσμένους, απέναντι (και ενάντια) σε κάθε λογής μικρά και μεγάλα αφεντικά και σε όποιον εκμεταλλεύεται την εργασία άλλων καρπώνοντας την υπεραξία.
Μέσα στο παραπάνω ρεύμα συνολικής άρνησης, στεκόμαστε εχθρικά και σε κάθε λογής ρατσιστικές, εθνικιστικές και σεξιστικές προκαταλήψεις.
Στο ρατσισμό και την κοινωνική διάχυση του, βλέπουμε την προσπάθεια της εξουσίας να παράγει πλαστούς διαχωρισμούς, να σπείρει διχόνοια και να διασπάσει τους καταπιεσμένους, εκμεταλλευόμενη τον προαιώνιο φόβο προς τον «ξένο». Πατώντας πάνω στο φυλετικό διαχωρισμό, ξαναγράφοντας ουσιαστικά την ιστορία, χτίζεται και ο εθνικισμός/πατριωτισμός. Εθνικισμός/πατριωτισμός ο οποίος εκφράζεται είτε με δεξιές ρητορικές φυλετικής ή πολιτισμικής καθαρότητας είτε καμουφλαρισμένος με αριστερό προσωπείο μέσα από ρητορικές εθνικής ανεξαρτησίας και εναντίωσης στην παγκοσμιοποίηση και τον ιμπεριαλισμό (αλλά όχι στην εκμετάλλευση εντός συνόρων) . Το έθνος-κράτος είναι ένα κατασκεύασμα προορισμένο να διασπά και να ελέγχει με μεγαλύτερη ευελιξία την ανθρωπότητα, χτίζοντας ψεύτικους εχθρούς και «εθνικές ενότητες». Όταν οι καταπιεσμένοι μιας χώρας βλέπουν στο πρόσωπο του εργάτη της γειτονικής χώρας τον εχθρό και στο πρόσωπο του ντόπιου αφεντικού τον σύντροφο, τότε η εξουσία έχει νικήσει! Για εμάς, ο μόνος πόλεμος που δεχόμαστε να πάρουμε μέρος, είναι ο ταξικός, αλληλέγγυοι με τους εκμεταλλευόμενους και τους καταπιεσμένους όλου του κόσμου, ενάντια στην εξουσία και την εκμετάλλευση από όποιον και αν προέρχονται.
Αντίστοιχα με τον ρατσισμό, έτσι και στον σεξισμό, οι σωματικές διαφορές των δυο φύλων (άντρας – γυναίκα) μετατρέπονται σε ένα σύνολο κοινωνικά προκατασκευασμένων (και προκατειλημμένων) αντιλήψεων πάνω σε διαφορετικότητα στην ψυχολογία, με τελικό στόχο την εμπορευματοποίηση των επίπλαστων αναγκών και επιθυμιών που παράγει. Κάθε ατομικότητα όμως, είναι ξεχωριστή, και πρέπει να αντιμετωπίζεται και ως τέτοια και να κρίνεται βάσει των επιλογών της και όχι κάποιων εγγενών χαρακτηριστικών (φύλο, φυλή, εθνικότητα).
Το πρόταγμα μας δε θα μπορούσε να εμμείνει μονάχα στο ιδεολογικό υπόβαθρο της αυτονομίας, αλλά παράλληλα να ζωντανέψει τις έννοιες της αντιιεραρχίας, της αντιεξουσίας μέσα στην ίδια της την οργανωτική δομή. Τα αυτόνομα σχήματα και η δικτύωση των αυτόνομων σχημάτων με τη σειρά της, λειτουργεί με αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, με διαδικασίες που η λήψη των αποφάσεων γίνεται από τα κάτω και ισότιμα, με διαδικασίες που λειτουργούν με ομοφωνία και αρνούνται τη δύναμη της πλειοψηφίας και την επιβολή της στη μειοψηφία ή το αντίστροφο, με διαδικασίες που απέχουν από κάθε μορφής κομματικοποίηση.
Η έννοια της άμεσης δημοκρατίας εξ ορισμού ακυρώνει οποιαδήποτε μορφή αντιπροσώπευσης, εξάρτησης από ειδήμονες-γνώστες της πολιτικής ή της διαμεσολάβησης. Το γεγονός ότι σε αυτή την κοινωνία έχουμε αναθέσει το έργο της πολιτικής σε ειδικά απεσταλμένα πρόσωπα και ότι έχουμε χρίσει εμπειρογνώμονες υπεύθυνους για την υποτέλεια και τον έλεγχο των ζωών μας, κάνει φανερή μία διάχυτη πεποίθηση πως η πολιτική είναι και αυτή κτήμα και προνόμιο κάποιων επίλεκτων προσώπων.Ο αμεσοδημοκρατικός τρόπος οργάνωσης μετουσιώνει τη στεγνή και ξένη έννοια της πολιτικής όπως αυτή χρησιμοποιείται από τους κυρίαρχους για να περιγράψει τη διαχωρισμένη κυβερνητική δραστηριότητα. Επανοικειοποιείται την έννοια και την αντιστοιχίζει σε καθημερινή διεργασία και αλληλεπίδραση, σε συλλογική, αλληλέγγυα και απελευθερωτική διαδικασία, αποδεσμεύοντας την από την συχνή ταύτισή της με την κομματικοποίηση. Η αυτοοργάνωση ανοίγει το δρόμο για την αυτοδιαχείριση των ζωών μας.
Η εναντίωση στις εκλογές είναι ένα αδιαπραγμάτευτο ζήτημα καθώς εκθειάζουν μετά μανίας τη λογική της αντιπροσώπευσης. Αυτός ο φαύλος κύκλος της ατέρμονης ανάθεσης, σε ακαδημαϊκό και κοινωνικό επίπεδο, ξεκινά με τον αυτοεξορισμό και την παραίτηση των ανθρώπων από τη ζωή τους αναλαμβάνοντας χρέη ψηφοφόρου, και φτάνει στην τακτική προσηλυτισμού, και λυσσασμένου κυνηγιού ψήφων από όσους επιδιώκουν να ασκήσουν εξουσία και να επιβληθούν μέσω της δικαιοδοσίας που δίνει το εκλογικό σύστημα. Λογικές που θεωρούν τις εκλογές αναγκαίες για την ανατροπή του υπάρχοντος, είναι μακριά από την κουλτούρα μιας αμεσοδημοκρατικής οργανωτικής δομής.
Το περιεχόμενο της παρουσίας μας στα πανεπιστήμια
(επαναστατική πολιτική και συνδικαλισμός)
Η παρουσία μας στο πανεπιστήμιο κινείται σε δύο άξονες, που υπό κανονικές συνθήκες[1] είναι ισότιμοι μεταξύ τους.
- Έναν επαναστατικό, με βάση την πολιτική ταυτότητα της αυτονομίας, που στοχεύει σε μια ριζοσπαστική κριτική της πραγματικότητας και στη διάχυση του λόγου και των πρακτικών του ευρύτερου ελευθεριακού κινήματος. Λόγου και πρακτικών που δε σχετίζονται απαραίτητα μόνο με θέματα παιδείας, αλλά αγγίζουν όποια πτυχή της πραγματικότητας επιλέγουμε κάθε φορά.
- Και έναν συνδικαλιστικό, με βάση τη φοιτητική ταυτότητα, που στοχεύει στην προώθηση / υπεράσπιση των κεκτημένων δικαιωμάτων και ελευθεριών του φοιτητικού κινήματος.
Παρακάτω θα κάνουμε μια προσπάθεια να περιγράψουμε τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την επαναστατική πολιτική, το συνδικαλισμό και τη μεταξύ τους σχέση, καθώς και να εξηγήσουμε γιατί θεωρούμε την ύπαρξη και των δύο αξόνων σημαντική.
η επαναστατική πολιτική
Η συζήτηση αυτή ξεκινάει από το πώς αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας.
Αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας ως δημιουργικά ανθρώπινα όντα που είναι αναγκασμένα να διοχετεύουν τη δημιουργικότητά τους όχι στην εξυπηρέτηση των δικών τους συλλογικών και ατομικών αναγκών και επιθυμιών, αλλά των σκοπών διαφόρων εξουσιών [κράτος, κεφάλαιο, πατριαρχία, θρησκευτικά ιερατεία, επιστημονικά ιερατεία, κομματικά ιερατεία κ.α.]. Οι εξουσιαστές – οι από πάνω, επιδιώκοντας την ισχύ και τον πλούτο απομυζούν τη δημιουργικότητα μας δια της ωμής βίας ή της στέρησης κάθε εναλλακτικής από την υποταγή, δυνατότητας επιβίωσης· και αυτή είναι μια διαδικασία που ενισχύεται ακόμη περισσότερο με τη συναίνεση και την εθελοδουλία κομματιών των από κάτω. Το αποτέλεσμα του ότι δεν έχουμε τον έλεγχο αυτών που δημιουργούμε είναι η αλλοτρίωση, εκείνο το αίσθημα ότι αυτό που κάθε φορά κάνουμε δεν έχει νόημα.
Η δημιουργικότητά μας, αξιοποιείται από τους από πάνω για την κάλυψη των διαφόρων επιδιώξεών τους. Ανάλογα με το ποιες επιδιώξεις καλύπτουμε κάθε φορά, οι από πάνω μάς δίνουν διάφορα ονόματα. Π.χ. αυτοί που καλύπτουν τις επιδιώξεις για παραγωγή εμπορευμάτων ονομάζονται εργάτες, αυτοί που καλύπτουν τις επιδιώξεις για παραγωγή γνώσης ονομάζονται ερευνητές, αυτοί που δέχονται γνώσεις και προετοιμάζονται για να παράγουν στο μέλλον ονομάζονται εκπαιδευόμενοι και χωρίζονται σε αρχάριους (μαθητές) και προχωρημένους (φοιτητές) κλπ. Οι επιβεβλημένες αυτές ταυτότητες χωρίζονται περαιτέρω ανάλογα με διάφορα κριτήρια δημιουργώντας έτσι μια μεγαλύτερη πολυδιάσπαση. [Σαν παράδειγμα αυτής της περαιτέρω διάσπασης των ταυτοτήτων μπορούν να αναφερθούν οι διασπάσεις της εργατικής ταυτότητας είτε μέσω της απεδαφικοποίησης της παραγωγής (π.χ. από την εργασία σε ένα κοινό χώρο στην εργασία από το σπίτι), είτε μέσω της αντικατάστασης των ενιαίων για όλους εργασιακών σχέσεων με πολλές διαφορετικές συνυπάρχουσες μορφές (π.χ. από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας στις ατομικές, η συνύπαρξη στον ίδιο χώρο εργαζόμενων με διαφορετικούς εργοδότες λόγω υπεργολαβιών, εταιριών υπενοικίασης κλπ., ο διαχωρισμός παλαιών «εξασφαλισμένων» και νέων «επισφαλών» εργαζομένων κ.α.)]
Το σημαντικό για εμάς σε όλο αυτό είναι ότι οι διάφορες επιβεβλημένες ταυτότητες είναι απλώς διαφορετικά ονόματα για το ίδιο πράγμα: αυτό που παραπάνω περιγράψαμε ως απομύζηση της δημιουργικότητας και αλλοτρίωση.
Στόχος μας είναι η έξοδος από αυτή την πραγματικότητα της αλλοτρίωσης, του ετεροπροσδιορισμού, των επιβεβλημένων ταυτοτήτων· η απελευθέρωση της ανθρώπινης δημιουργικότητας από τα δεσμά της εξουσίας· η δημιουργία της δυνατότητας για συλλογικό κοινωνικό αυτοπροσδιορισμό· η ζωή με νόημα.
Αντιλαμβανόμαστε την απελευθέρωση της ανθρώπινης δημιουργικότητας από τα δεσμά της εξουσίας, την κίνηση προς τον κοινωνικό αυτοπροσδιορισμό ως μια ταυτόχρονη κίνηση προς δύο κατευθύνσεις. Από τη μια ως μια κίνηση προς την καταστροφή των σχέσεων εκμετάλλευσης και κυριαρχίας και την αντικατάστασή τους από σχέσεις κοινότητας, αλληλεγγύης και ισορροπίας με τη φύση. Από την άλλη ως μια συνεχή προσπάθεια να εντοπίσουμε και να εξαλείψουμε από μέσα μας εξουσιαστικά πρότυπα και συμπεριφορές τα οποία έχουν αναπτυχθεί ως αποτέλεσμα του ότι ζούμε σε έναν εξουσιαστικό κόσμο. Η κίνηση προς τον κοινωνικό αυτοπροσδιορισμό είναι για μας η ίδια η επαναστατική κίνηση.
Η κίνηση προς τον αυτοπροσδιορισμό μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει είτε ως μια εν δυνάμει τάση είτε ως φυσική ροπή σε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα (είναι πάνω από τα όρια και το στόχο αυτού του κειμένου να κάνουμε μια τέτοια ανάλυση). Η παρεμπόδιση αυτής της τάσης από κάθε είδους εξουσίες σε συνδυασμό με την απουσία συλλογικών δομών που θα της δίνουν τη δυνατότητα να υπάρξει δημιουργεί το αίσθημα της αλλοτρίωσης. Οι άνθρωποι εξεγείρονται και αντιστέκονται με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους στην παρεμπόδιση της δυνατότητας για αυτοπροσδιορισμό. Ωστόσο, η αντίσταση αυτή παραμένει τον περισσότερο καιρό κατακερματισμένη και συχνά αφανής αφού παίρνει μορφές που δεν εντάσσονται σε αυτό που έχει καθιερωθεί ως αντίσταση. Ο κατακερματισμός και η αφάνεια έχουν ως συνέπεια η αντίσταση των ανθρώπων τον περισσότερο καιρό να παραμένει ελεγχόμενη και αδύναμη με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προκαλέσει την ανατροπή του υπάρχοντος και την απελευθέρωση της ανθρώπινης δημιουργικότητας.
Για εμάς η επανάσταση δεν είναι παρά μια στιγμή απότομης συλλογικοποίησης και επιτάχυνσης της διαρκούς επαναστατικής κίνησης που είναι η κίνηση προς τον αυτοπροσδιορισμό. Όταν μιλούμε για επαναστατική πολιτική εννοούμε την προσπάθεια να κάνουμε ορατές, να εξηγήσουμε, να υπερασπίσουμε, να συνδέσουμε, να προωθήσουμε και να επιταχύνουμε την κίνησή μας και τις κινήσεις των υπόλοιπων ανθρώπων προς τον αυτοπροσδιορισμό καθώς και να δημιουργήσουμε συλλογικές πραγματικότητες όπου θα δίνεται χώρος για να αναπτυχθεί η εν δυνάμει τάση των ανθρώπων προς εκεί.
Η κίνηση προς τον αυτοπροσδιορισμό δεν έχουμε αμφιβολία ότι στην εξέλιξή της φτάνει έως το ξεπέρασμα του όρου «επαναστατική πολιτική», με την κατάργηση της πολιτικής ως διαχωρισμένης ανθρώπινης δραστηριότητας.
Η επαναστατική πολιτική είναι για μας αναγκαίο να υπάρχει επειδή αποτελεί τη διέξοδο προς τη συνολική επανοικειοποίηση των ζώων μας. Χωρίς αυτήν ο λόγος μας και η πράξη μας θα παραμένουν πάντα εγκλωβισμένοι εντός του υπάρχοντος. Έτσι θα αδυνατούν να προτάξουν και να επιδιώξουν τη συνολική απελευθέρωση αφού το πεδίο στο οποίο θα κινούνται την αποκλείει εκ των προτέρων.
ο συνδικαλισμός
Όσο οι κινήσεις προς τον αυτοπροσδιορισμό δεν ενοποιούνται και δεν επιταχύνονται, όσο δηλαδή δε συμβαίνει η επανάσταση, είμαστε αναγκασμένοι να εξασφαλίζουμε την επιβίωσή μας μέσα από την υποταγή στο σύστημα και την «αποδοχή» (εξωτερικά τουλάχιστον) κάποιων από τις επιβεβλημένες ταυτότητες-ρόλους.
Η «αποδοχή» όμως δε σημαίνει και άνευ όρων παράδοση. Ακόμη και εντός του συστήματος υπάρχουν περιθώρια η καταπίεση να γίνει ευκολότερα υποφερτή. Κάτι τέτοιο γίνεται είτε μέσα από διεκδικητικούς αγώνες που επιδιώκουν την κατοχύρωση δικαιωμάτων, είτε μέσα από αμυντικούς αγώνες οι οποίοι αποτρέπουν τη χειροτέρευση των συνθηκών της καταπίεσης. Ο συνδικαλισμός είναι ακριβώς η προσπάθεια να γίνουν ευκολότερα υποφερτές οι συνθήκες καταπίεσης.
Ο συνδικαλισμός έχει ένα συγκεκριμένο όριο. Επιδιώκοντας τη βελτίωση των συνθηκών καταπίεσης, αποδέχεται ότι αυτές θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Η αποδοχή μιας επιβεβλημένης ταυτότητας και η πάλη για βελτίωση των συνθηκών εντός της, εμποδίζει τον συνδικαλισμό να δει ότι ο δρόμος για να σταματήσει να υπάρχει αλλοτρίωση και καταπίεση περνά πρώτα από την αμφισβήτηση και στη συνέχεια από την άρνηση και το ξεπέρασμα της επιβεβλημένης ταυτότητας την οποία υιοθετεί για να παλέψει. Ο συνδικαλισμός επιδιώκει λιγότερο επώδυνο ετεροπροσδιορισμό, όχι αυτοπροσδιορισμό. Εντέλει επιδιώκει μεταρρύθμιση και όχι επανάσταση. Αυτό είναι το όριό του.
[Ένα παράδειγμα: Το όριο του συνδικαλισμού εκφράζεται ξεκάθαρα όταν φοιτητές λένε ότι δεν έχουν όρεξη να διαβάσουν ή ότι δε θέλουν να δίνουν εξεταστικές (γιατί προφανώς αισθάνονται ότι αυτό δεν έχει νόημα γι΄ αυτούς) και η απάντηση των καθηγητών είναι «και τότε γιατί ήρθες στο πανεπιστήμιο;» Το «δε θέλω να διαβάζω / να δίνω εξεταστική » δεν είναι φοιτητικό αίτημα. Ο φοιτητής είναι φοιτητής γιατί διαβάζει και δίνει εξετάσεις. Το όριο μιας φοιτητικής διεκδίκησης είναι το «τι μορφή θα έχει η εξέταση», όχι το «αν θα υπάρχει ή όχι». Το ότι θα υπάρχει είναι δεδομένο που ο φοιτητής έχει «αποδεχτεί» μπαίνοντας στο πανεπιστήμιο.]
Χωρίς να ξεχνάμε αυτό το όριο, θεωρούμε ότι ο συνδικαλισμός είναι απαραίτητος και πρέπει να αποτελεί οπωσδήποτε κομμάτι της παρουσίας μας στα πανεπιστήμια. Όχι τόσο γιατί μπορεί να μας αποφέρει κάποια άμεσα οφέλη μέσω της ικανοποίησης αιτημάτων. Δεν τα υποτιμούμε. Απλώς αυτό δε μας αρκεί και επιπλέον, ειδικά στη σημερινή συγκυρία, φαντάζει απίθανο δεδομένου ότι εκτιμούμε πως η απάντηση των από πάνω στην κρίση δεν είναι η ενσωμάτωση των αγώνων και η σοσιαλδημοκρατία, αλλά η ένταση της επίθεσης στους από κάτω και η πειθάρχησή τους μέσω της καταστολής και της προώθησης της συντηρητικοποίησης. Οι λόγοι είναι κυρίως άλλοι:
Πρώτον, άνθρωποι οι οποίοι δεν έχουν κουλτούρα συλλογικού αγώνα είναι πολύ πιο εύκολο να μπουν σε έναν τέτοιο αγώνα όταν αυτός αφορά την άμεση καθημερινότητά τους παρά κάτι γενικότερο. Και από την ιδιώτευση είναι πολύ καλύτερος ένας μερικός συλλογικός αγώνας γιατί εκεί υπάρχουν καλύτεροι όροι για να επικοινωνήσεις με τον άλλο. Αν δε, ο αγώνας αυτός τύχει να είναι και επιτυχημένος, μπορεί ενδεχομένως να αφήσει και μια παρακαταθήκη για τη δημιουργία κουλτούρας συλλογικού αγώνα.
Δεύτερον, η συμμετοχή σε συνδικαλιστικούς αγώνες μας δίνει τη δυνατότητα να συναντηθούμε και να δημιουργήσουμε σχέσεις με ανθρώπους. Αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να επικοινωνήσουμε τις επαναστατικές αντιλήψεις και πρακτικές μας όχι ως κάτι εξωτερικό αλλά στη βάση κοινών αγώνων και άμεσων σχέσεων.
Τρίτον, οι συνδικαλιστικοί αγώνες με την αναμενόμενη αποτυχία τους σε αυτή τη συγκυρία, θα αφήσουν ανοιχτό το πεδίο για άλλου τύπου λύσεις των κοινωνικών προβλημάτων. Οι λύσεις αυτές μπορεί να είναι είτε επαναστατικές, είτε φασιστικές. Το να είμαστε εκεί και να μιλήσουμε για την αναγκαιότητα της επανάστασης θα δράσει προωθητικά προς την κατεύθυνση της επαναστατικής λύσης, αποτρέποντας παράλληλα και τη φασιστική «λύση». Πιο αναλυτικά: Οι συνδικαλιστικοί αγώνες απευθύνονται κατά βάση στο κράτος πρόνοιας το οποίο θα ικανοποιήσει τα αιτήματά τους. Το κράτος πρόνοιας όμως έχει συρρικνωθεί ως αποτέλεσμα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών των τελευταίων 20 χρόνων ενώ αναμένεται να συρρικνωθεί ακόμα περισσότερο ή και να εξαλειφθεί καθώς η απάντηση του κεφαλαίου στην κρίση του, είναι η επίθεση στα κοινωνικά κεκτημένα προκειμένου να αυξήσει την κερδοφορία του. Έτσι αυτό που αναμένεται γενικά είναι αφενός η αποτυχία των συνδικαλιστικών αγώνων, αφετέρου η σαρωτική επίθεση του κεφαλαίου στα απομεινάρια του κοινωνικού κράτους. Αυτή η πραγματικότητα οδηγεί και θα συνεχίσει να οδηγεί στην εγκατάλειψη κοινωνικά της ιδέας ότι «ο συνδικαλιστικός αγώνας (και κατ’ επέκταση το κράτος με τη μορφή του σοσιαλδημοκρατικού κράτους) μπορεί να μας βοηθήσει». Έτσι θα δημιουργηθεί ένα δίλημμα το οποίο σχηματικά είναι «επανάσταση ή άλλη μορφή κράτους». Η άλλη μορφή κράτους εκτιμούμε ότι θα είναι το φασιστικό κράτος. Έτσι το σημαντικό είναι να βρισκόμαστε σε αυτούς τους συνδικαλιστικούς αγώνες ώστε κατά την εγκατάλειψη του συνδικαλισμού και του σοσιαλδημοκρατικού κράτους να τους δώσουμε διέξοδο στην αυτόνομη οργάνωση και πράξη και την προοπτική της επανάστασης, αποτρέποντας παράλληλα με αυτό τον τρόπο το ενδεχόμενο της φασιστικής «επίλυσης» των προβλημάτων.
Πέρα από αυτά υπάρχουν και κάποια άμεσα οφέλη από την επιτυχία των συνδικαλιστικών αγώνων:
- Δυσχεραίνουν περαιτέρω τη δυνατότητα του κεφαλαίου να εκμεταλλεύεται αποτελεσματικά τους από κάτω. Έτσι σε βάθος χρόνου εντείνουν την κρίση του, δημιουργώντας επαναστατικές δυνατότητες
- Εξασφαλίζουν ένα πεδίο σύγκρουσης ευνοϊκότερο για τους από κάτω, βελτιώνοντας τις υλικές συνθήκες που είναι απαραίτητες για τον αγώνα τους, με την προϋπόθεση ότι αυτοί δεν αρκούνται στις παραχωρήσεις που τους δίνονται.
η σχέση επαναστατικής πολιτικής και συνδικαλισμού
Η επαναστατική πολιτική και ο συνδικαλισμός κινούνται προς αντίθετες κατευθύνσεις. Η πρώτη βλέπει πέρα από το σύστημα και θέλει να το καταστρέψει. Ο δεύτερος θέλει να βελτιώσει τη ζωή μέσα στο σύστημα αποδεχόμενος ότι αυτό θα συνεχίσει να υπάρχει. Ωστόσο η αντιπαράθεση αυτή τον περισσότερο καιρό παραμένει στο επίπεδο των ιδεών και όχι της πραγματικότητας πράγμα που επιτρέπει στις δύο πρακτικές να συνυπάρχουν.
Οι στιγμές που η σύγκρουση επαναστατικής πολιτικής και συνδικαλισμού τίθεται με πραγματικούς όρους είναι οι εξεγέρσεις, οι επαναστάσεις και γενικά οι στιγμές που η κίνηση προς τον αυτοπροσδιορισμό επιταχύνεται και δημιουργεί τη δυνατότητα της ανατροπής του συστήματος. Σε αυτές τις συγκυρίες οι άνθρωποι καλούνται να επιλέξουν αν θα προχωρήσουν πέρα από το σύστημα ή αν θα παραμείνουν εντός ζητώντας από (προσωρινή) θέση ισχύος τη βελτίωση των συνθηκών καταπίεσης. Η πρώτη επιλογή είναι η επανάσταση. Η δεύτερη ο συνδικαλισμός. Σε τέτοιες συγκυρίες τασσόμαστε με την απάρνηση του συνδικαλισμού και το προχώρημα προς την κατεύθυνση της ανατροπής και της επανάστασης.
Υπό κανονικές συνθήκες, όσο δηλαδή δεν συντελούνται γεγονότα τα οποία να θέτουν πραγματικά-υλικά την δυνατότητα της ανατροπής, οι δύο πρακτικές μπορούν να συνυπάρχουν. Θεωρούμε μάλιστα αναγκαίο το να συνυπάρχουν προκειμένου να μπορούμε να επικοινωνήσουμε με άλλους ανθρώπους. Το πώς ο συνδικαλισμός διευκολύνει αυτήν την επικοινωνία το εξηγούμε παραπάνω.
Η αναγκαιότητα της σταθερής παρουσίας καθενός στη σχολή του
Είναι για εμάς απαραίτητη προϋπόθεση για τη συμμετοχή στη δικτύωση η σταθερή παρουσία κάθε σχήματος ή ατόμου πρώτα στη σχολή του και από εκεί και πέρα όποιος θέλει μπορεί να παρεμβαίνει και ευρύτερα στο χώρο των πανεπιστημίων. Αυτό σημαίνει ότι είτε μιλάμε για σχήματα είτε για άτομα είναι προϋπόθεση η παρέμβαση σε επίπεδο σχολής ανεξάρτητα από τη μορφή που αυτή παίρνει. Σημασία για μας δεν έχει η μορφή αυτή καθ’ αυτή, αν δηλαδή θα είναι τραπεζάκι, αφίσες, εκδηλώσεις, πρωτοβουλίες ή ό,τι άλλο αλλά η δημιουργία ορατών και σταθερών σημείων διάχυσης του αυτόνομου λόγου και πρακτικής, η αλληλεπίδραση με τους συμφοιτητές και η διάθεση δημιουργίας διαδικασιών κοινών αγώνων μαζί τους στην καθημερινότητα κάθε σχολής, εκεί που ο καθένας μας βιώνει άμεσα την καταπίεση ως φοιτητής. Κάτι τέτοιο κρίνεται σημαντικό γιατί δίνει τη δυνατότητα σε ανθρώπους να συναντηθούν μαζί μας και να εμπλακούν σε αυτό που κάνουμε.
Εξαίρεση σε σχέση με την υποχρέωση να έχει παρουσία ο καθένας στη σχολή του μπορεί να αποτελέσουν άνθρωποι οι οποίοι έχουν κάποια ειδικότερη ταυτότητα από του απλού φοιτητή με ειδικά προβλήματα που για να διεκδικήσουν την επίλυσή τους χρειάζεται να οργανωθούν πάνω στην ειδική ταυτότητά τους και όχι αυτή της σχολής τους (π.χ. μετανάστες φοιτητές, φοιτητές της εστίας κλπ). Σε κάθε περίπτωση είναι σημαντικό όμως οι άνθρωποι αυτοί να προσπαθούν να στήσουν κοινούς αγώνες μαζί με όσους μοιράζονται την ίδια ειδική ταυτότητα, με τον ίδιο τρόπο που και όσοι παρεμβαίνουν στις σχολές τους προσπαθούν να στήσουν κοινούς αγώνες με τους συμφοιτητές τους.
Θέλουμε να σταθούμε λίγο στο ζήτημα των γενικών συνελεύσεων των συλλόγων φοιτητών. Κάθε σχήμα ή άτομο είναι ελεύθερο να επιλέξει τη μορφή της παρουσίας του στη σχολή του, αρκεί αυτή να είναι σταθερή και να έχει (το σχήμα/άτομο) διάθεση να στήσει αγώνες από κοινού με τους συμφοιτητές του. Ωστόσο θέλουμε να εξηγήσουμε γιατί θεωρούμε σημαντικό ανάμεσα στα άλλα που θα κάνει ο καθένας το να έχει δημόσια παρουσία στη γενική συνέλευση της σχολής του. Δεν έχει τόσο σημασία η μορφή (μοίρασμα κειμένων, ομιλίες – ερωτήσεις, πλαίσια) αλλά η δημόσια παρουσία με κάποιον τρόπο. Είναι σημαντική αυτή η παρουσία γιατί οι γενικές συνελεύσεις αποτελούν ένα πεδίο συνάντησης και στησίματος αγώνων από κοινού με τους συμφοιτητές μας. Οι γενικές συνελεύσεις έχουν μια ιστορική νομιμοποίηση καθώς ο κόσμος έχει φανεί ιστορικά ότι συσπειρώνεται σε αυτές όταν θέλει να αγωνιστεί και συσπειρώνεται πολύ περισσότερο απ’ ότι σε άλλες παράλληλες διαδικασίες όπως π.χ. διάφορες πρωτοβουλίες. Δεν είναι τυχαίο π.χ. ότι το φοιτητικό κίνημα βασίστηκε κυρίως σε αυτές τις διαδικασίες, οι οποίες ζωντάνεψαν ακόμη και σε σχολές όπου είχαν απονεκρωθεί για χρόνια. Είναι αλήθεια ότι στις περισσότερες σχολές οι γενικές συνελεύσεις βρίσκονται σε άθλια κατάσταση. Επικρατεί ο κομματισμός, η γραφειοκρατία και η αποπολιτικοποίηση. Αλλά αυτό είναι μάλλον ένα από τα πράγματα που πρέπει να αλλάξουμε, παρά η αιτία για να μη βρισκόμαστε εκεί. Η κατάσταση αυτή είναι σε ένα βαθμό σύμπτωμα και της δικιάς μας απουσίας. Τέλος να επισημάνουμε ότι για εμάς οι γενικές συνελεύσεις δεν αποτελούν κάποιο φετίχ. Υπάρχουν στιγμές που το να οργανωθείς με βάση τη φοιτητική ταυτότητα και το σύλλογο φοιτητών εισάγει διαχωρισμούς και δεν πρέπει να επιλέγεται. Τέτοιες περιπτώσεις είναι οι αγώνες που αφορούν και στους οποίους συμμετέχουν ταυτόχρονα πολλά διαφορετικά κοινωνικά υποκείμενα (π.χ. εργάτες, άνεργοι, μαθητές, μετανάστες) και όχι μόνο φοιτητές. Σε τέτοιες περιπτώσεις προκρίνουμε μορφές οργάνωσης που να επιτρέπουν στα διαφορετικά υποκείμενα να συναντηθούν, να αλληλεπιδράσουν και να δράσουν από κοινού. Όταν όμως δε συμβαίνουν τέτοιοι αγώνες οι γενικές συνελεύσεις είναι ένα σημείο στο οποίο είναι σημαντικό να βρισκόμαστε ανάμεσα στα άλλα που κάνουμε.
Η αναγκαιότητα της σταθερής παρουσίας καθενός στη δικτύωση
Μια άλλη απαραίτητη προϋπόθεση για να συμμετέχει κάποιο σχήμα ή άτομο στη δικτύωση και η άποψη του να γίνεται ισότιμα δεκτή είναι η σταθερή παρουσία του στη δικτύωση. Αυτό σημαίνει ότι δεσμεύονται οι συμμετέχοντες/συμμετέχουσες απέναντι στη διαδικασία τόσο σε επίπεδο συνδιαμόφωσης όσο και δράσης. Είναι εξίσου προβληματική η παρουσία στη συνέλευση και όχι στη δράση όπως και η παρουσία στη δράση και όχι στη συνέλευση. Ακόμη προβληματική είναι και η επιλογή συγκεκριμένων δράσεων ή συνελεύσεων ή και η απουσία από άλλες ανάλογα με τα προσωπικά ενδιαφέροντα ή το αν υπάρχει (ή όχι) προς συζήτηση κάποιο φλέγον ζήτημα επικαιρότητας. Επιθυμούμε να συντονιστούμε με άτομα και σχήματα που έχουν ή επιθυμούν να έχουν παρελθόν, παρόν και μέλλον στις σχολές και στη διαδικασία, να έχουν παρουσία είτε συμβαίνουν «μεγάλα γεγονότα» είτε όχι. Αυτό που λέμε δε σημαίνει ότι αν κάποιο σχήμα ή άτομο ασχολείται σε κάποια περίοδο με ορισμένα ζητήματα και έχει άλλες προτεραιότητες από αυτές της δικτύωσης θα πρέπει να σταματήσει αυτά που κάνει και να ασχοληθεί με αυτό που «τρέχει» η δικτύωση. Σε αυτές τις περιπτώσεις το σχήμα/άτομο είναι ελεύθερο να επιλέξει τι θα κάνει, αρκεί να το δηλώσει για να το ξέρουν και οι υπόλοιποι. Ωστόσο αυτό είναι σημαντικό να μη συμβαίνει κατ’ εξακολούθηση γιατί τότε ακυρώνει στην πράξη τη διαδικασία του συντονισμού καθώς αποφασίζουμε όλοι μαζί αλλά ο καθένας κάνει τα δικά του. Σε κάθε περίπτωση, είναι αναγκαίο τα σχήματα και τα άτομα να βρίσκονται κάθε φορά στη συνέλευση της δικτύωσης και να τοποθετούνται ρητά για τα ζητήματα. Θα πρέπει κάθε σχήμα και άτομο να σέβεται τη διαδικασία για να το σέβεται και αυτή.
Τι συντονίζουμε
Στη δικτύωση συντονιζόμαστε στη δράση αλλά και στο λόγο όταν αυτό είναι εφικτό.
Ο συντονισμός στη δράση γίνεται με βάση κάποιους ελάχιστους κοινούς άξονες που τίθενται ανά ζήτημα κατόπιν συζήτησης και από εκεί και πέρα ο καθένας βγάζει το δικό του λόγο.
Το συντονισμό στο λόγο τον επιδιώκουμε όταν αυτό είναι εφικτό. Ακόμη όμως και όταν δεν είναι εφικτό και υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις επί κάποιων ζητημάτων, μας ενδιαφέρει να γίνεται κουβέντα ώστε να ζυμώνονται οι σκέψεις και είτε να καταλήγουν σε κάποια ελάχιστα κοινά, είτε σε κάθε περίπτωση να γνωρίζουν οι συμμετέχοντες τις διαφορές τους. Σε κάθε περίπτωση θεωρούμε σημαντικό ο κοινός λόγος να είναι πράγματι κοινός και να περνάει από συνελεύσεις σχημάτων που να τοποθετούνται πάνω σε ένα κοινό κείμενο που πρόκειται να βγει και επίσης να δίνουν αυτά το τελικό ΟΚ μετά από μια συνδιαμόρφωση στη συνέλευση της δικτύωσης. Αυτό είναι σημαντικό ώστε να εξασφαλίζεται ότι ο κοινός λόγος δε καπελώνει τα σχήματα.
Τέλος επιδιώκουμε να συντονιζόμαστε και σε επίπεδο κινηματικής έρευνας και ανάλυσης μέσα από τη δημιουργία ομάδων αυτομόρφωσης. Καθώς οι δυνάμεις κάθε μεμονωμένου σχήματος (και πόσο μάλλον ατόμου) είναι περιορισμένες και επίσης υπάρχουν θέματα που ενδιαφέρουν εξίσου όλους, είναι πολύ σημαντικό η έρευνα και τα διαβάσματα να μοιράζονται και να γίνονται από κοινού. Έτσι κερδίζουμε πολύ χρόνο σε σχέση με το αν κάθε σχήμα ή άτομο αυτομορφώνεται μόνο του.
Τρόπος λειτουργίας
(τρόπος λήψης και εφαρμογής των αποφάσεων/ σχέση σχημάτων – ατόμων εντός της δικτύωσης / σχέση δικτύωσης – σχημάτων)
Την ενότητα αυτή δεν τη θεωρούμε υποδεέστερη από εκείνες που περιγράφουν τις πολιτικές μας θέσεις. Η διαδικασία λήψης των αποφάσεων και ο τρόπος οργάνωσης είναι για εμάς τόσο σημαντικά όσο και οι στόχοι των εκάστοτε αγώνων μας καθώς εκφράζουν το όραμά μας για το αύριο στο εδώ και το τώρα.
Για εμάς είναι δεδομένο ότι οι διαδικασίες μας πρέπει να εξασφαλίζουν την ισότιμη συμμετοχή όλων των ανθρώπων που χωρούν και θέλουν να συμμετέχουν στους αγώνες μας. Οι παρακάτω αρχές λειτουργίας καθορίστηκαν μετά από συζητήσεις και συλλογικό αναστοχασμό πάνω σε ζητήματα που προέκυψαν κατά τη συλλογική πορεία της δικτύωσης. Θεωρούμε πως ακόμη και κατόπιν αυτών των εκτενών συζητήσεων μεταξύ των συμμετεχόντων στο συντονισμό είναι αδύνατον οι αρχές που αποφασίστηκαν, να είναι τέλειες και να καλύπτουν όλα τα προβλήματα που μπορεί να προκύψουν στις διαδικασίες. Γι αυτό, πιστεύουμε ότι ο μόνος τρόπος να επιτύχουμε, είναι να επανεξετάζουμε συνεχώς τις διαδικασίες μας και να τις βελτιώνουμε βρίσκοντας λύσεις στα προβλήματα που εντοπίζουμε.
Αποφασίσαμε ότι:
- οι αποφάσεις λαμβάνονται με συνθετικό τρόπο, με συναίνεση και ομοφωνία.
- Κυρίαρχο όργανο είναι τα σχήματα και τα άτομα που συμμετέχουν στη δικτύωση και όχι η συνέλευση της δικτύωσης. Καμιά απόφαση δεν θα μπορεί να ληφθεί αν κάποιο σχήμα ή άτομο διαφωνεί με αυτήν. Κάθε πρόταση ή ιδέα, συζητιέται πρωτίστως στα σχήματα που την αποτελούν, πριν παρθεί η οποιαδήποτε απόφαση. Επιπλέον αν έρθει μια πρόταση από κάποιο σχήμα ή άτομο, αφού συνδιαμορφωθεί ένα σύνολο δράσεων ή ένα κείμενο στη συνέλευση της δικτύωσης, αυτό στη συνέχεια ξαναεπιστρέφει στα σχήματα ώστε να δώσουν το τελικό ΟΚ.
- Όπως λέει και το όνομα της, η δικτύωση είναι σημείο συντονισμού και όχι διαχωρισμένη πολιτική συλλογικότητα. Είναι δηλαδή συντονιστικό αυτόνομων σχημάτων και ατόμων και όχι ακόμα μια αυτόνομη συνέλευση ή ένα αυτόνομο σχήμα σε επίπεδο πανεπιστημίου. Στόχος της είναι οι ήδη υπάρχουσες κινήσεις κόσμου που είναι ορατός, που ήδη λειτουργεί και δεν περιμένει το συντονιστικό για να δράσει πολιτικά μέσα στα πανεπιστήμια να μπορούν να έρθουν σε επαφή, να ζυμωθούν, να ανταλλάξουν εμπειρίες και απόψεις, να συνδιαμορφώσουν και να συντοσίσουν τις δράσεις τους. Θεωρούμε σημαντικό να γίνει ξεκάθαρο ότι η δικτύωση αποτελεί σημείο συντονισμού και η κύρια δραστηριότητα όσων συμμετέχουν σε αυτή βρίσκεται στη δικιά τους αυτόνομη κίνηση η οποία ενδυναμώνεται μεν με τη δικτύωση αλλά θα υπήρχε και χωρίς αυτήν. Για κόσμο που θέλει να συμμετέχει στη δικτύωση και έρχεται πρώτη φορά σε επαφή με κινηματικές διαδικασίες δεν απαιτείται προφανώς να «δρα και να λειτουργεί ήδη στα πανεπιστήμια» πριν έρθει.
- Τα σχήματα που συμμετέχουν στη δικτύωση δεσμεύονται να συζητούν τα θέματα που απασχολούν τη δικτύωση και να τοποθετούνται συλλογικά στη διαδικασία εκτός από έκτακτες περιπτώσεις. Επίσης δεσμεύονται ότι θα υπάρχει τουλάχιστον ένας εκπρόσωπός τους σε κάθε συνέλευση της δικτύωσης. Ο οποίος εκπρόσωπος, περιττό να πούμε ότι δεν θα μπορεί να μιλάει εξ ονόματος του σχήματος πάνω σε θέματα που το σχήμα δεν έχει προηγουμένως συζητήσει και λήξει.
- Όταν υπάρχουν δυο ή περισσότερα άτομα από την ίδια σχολή είναι θεμιτό να τοποθετούνται συλλογικά μέσα στη δικτύωση (εκτός και αν υπάρχουν μεταξύ τους αγεφύρωτες πολιτικές διαφωνίες) γιατί έτσι κερδίζουμε χρόνο.
- Είναι σημαντικό τα άτομα που συμμετέχουν στη δικτύωση να έχουν διάθεση να δημιουργήσουν σχήματα, αλλά αυτό χωρίς να σημαίνει ότι τους βάζουμε το μαχαίρι στο λαιμό καθώς υπάρχουν διαφορετικές ταχύτητες και δυνατότητες στον καθένα. Αυτό που είναι απαραίτητο για να συμμετέχει κάποιος στη δικτύωση είναι να παρεμβαίνει τακτικά στη σχολή του. Από εκεί και πέρα το αν το κάνει ατομικά ή μέσα από σχήμα είναι κάτι που θα το αποφασίσει ο ίδιος. Ωστόσο αν κάποιος δε θέλει να φτιάξει σχήμα από πολιτική αντίληψη θα πρέπει αυτή η αντίληψη να εξηγείται.
Τα σχήματα είναι σημαντικό να υπάρχουν γιατί για να αλλάξουμε τις καθημερινές κοινωνικές σχέσεις (οι οποίες είναι σχέσεις μεταξύ πολλών) χρειάζονται πολλοί άνθρωποι που συλλογικά θα τις αλλάζουν. Όταν παρεμβαίνουμε ως άτομα είμαστε πολύ αδύναμοι για κάτι τέτοιο. Επιπλέον τα σχήματα αποτελούν ορατές δομές που κάποιος μπορεί να τις βρει και να τις προσεγγίσει αν θέλει να συμπράξει μαζί τους. Αντίθετα όταν κάποιος παρεμβαίνει ατομικά δεν υπάρχει ένα έδαφος συνάντησης με κάποιον που θέλει να δράσουν από κοινού. - Η δικτύωση λειτουργεί με τρόπο που να αντιστοιχεί στα σχήματα ώστε να μην καταλήξει σταδιακά να γίνει αυτόνομη συνέλευση – διαχωρισμένη πολιτική συλλογικότητα αντί σημείο συντονισμού. Για παράδειγμα οι συναντήσεις γίνονται ανά τόσο χρόνο που τα σχήματα να έχουν το περιθώριο να συζητήσουν και να τοποθετηθούν συλλογικά ή επίσης οι προτάσεις και οι πρωτοβουλίες έρχονται από κάτω προς τα πάνω (από τα σχήματα ή τα άτομα στη δικτύωση) και όχι αντίστροφα (από τη δικτύωση στα σχήματα και τα άτομα)
- Θεωρούμε πολύ σημαντική την κυκλική εναλλαγή των εκπροσώπων κάθε σχήματος ανά μικρά χρονικά διαστήματα. Ιστορικά έχει φανεί ότι όταν συγκεκριμένα άτομα επιφορτιστούν με το ρόλο του εκπροσώπου, τότε σταδιακά αποκτούν περισσότερη εμπειρία και περισσότερες επαφές από τους υπόλοιπους. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να δημιουργούνται διαφορετικές ταχύτητες στο εσωτερικό των σχημάτων και σταδιακά οι άνθρωποι που εκπροσωπούν να γίνονται αντιπρόσωποι. Έτσι, αντί να μεταφέρουν αποφάσεις και προτάσεις στα σχήματα, φτάνουν να αποφασίζουν οι ίδιοι για λογαριασμό των σχημάτων. Έτσι δημιουργείται μια νέα γραφειοκρατία. Για να μη συμβεί αυτό πρέπει αφενός να γίνονται όλοι εκπρόσωποι ώστε να μην υπάρχουν κάποιοι που έχουν περισσότερη εμπειρία από τους υπόλοιπους, αφετέρου η εναλλαγή να γίνεται ανά μικρά χρονικά διαστήματα ώστε να μην αποκτούν κάποιοι περισσότερες επαφές από τους υπόλοιπους.
- Κανείς εκ των συμμετεχόντων δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει την κοινή υπογραφή της δικτύωσης, χωρίς την άδειά της.
- Για να μπορεί να συμμετέχει κανείς στη δικτύωση δεν αρκεί να συμφωνεί θεωρητικά με τις κοινές μας συμφωνίες αλλά και να τις πράττει.
- Για κόσμο που έρχεται πρώτη φορά σε επαφή με κινηματικές διαδικασίες υπάρχει κατανόηση και δεν απαιτείται να κάνει όλα αυτά που λέμε παραπάνω. Ας έρθει να δει πώς λειτουργούμε, να αποκτήσει εμπειρία και ας κρίνει ο ίδιος αν τελικά θέλει να δράσει ή όχι με τον τρόπο που λέμε.
[1]θα εξηγήσουμε παρακάτω τι εννοούμε λέγοντας «υπό κανονικές συνθήκες» στην ενότητα που περιγράφει τη σχέση συνδικαλισμού και επαναστατικής πολιτικής