“Οι φοιτητές, μετά από πολλή προετοιμασία, μαζεύονται και εκθέτουν το εμπόρευμά τους… Οι καθηγητές, απαιτητικοί πελάτες οι περισσότεροι, ψάχνουν να βρουν κατι συγκεκριμένο και μόνο με τους εκλεκτούς εμπόρους θα συνεργαστούν… Οι υπόλοιποι θα προετοιμαστούν καλύτερα, θα υποκριθούν περισσότερο, θα μάθουν τις νέες τάσεις της αγοράς και θα ξαναπροσπαθήσουν…
Ναι λοιπόν, έχουμε εξεταστική!…
…ας ασχοληθούμε λίγο και με τη σημασία της. Η λογική της δε διαφέρει σχεδόν καθόλου από αυτήν των Πανελλαδικών εξετάσεων και των λοιπών σχολικών διαγωνισμάτων: ο εξεταζόμενος μελετάει έναν πακτωλό βιβλίων και σημειώσεων και με βάση την οξυδέρκεια και κυρίως τη δυνατότητα απομνημόνευσης που διαθέτει κρίνεται αν έμαθε καλά τα βιβλία του. Από την επίδοσή του θα κριθεί κατά ένα βαθμό και το μέλλον του.
Μπορεί σε κάποιους αυτό να φαίνεται λογικό (ή έστω αναγκαίο), όμως έχει αντικειμενικές προβληματικές. Πρώτα απ’ όλα το βιβλίο που μας δίνουν και που θα διαβάσουμε θεωρείται το μοναδικό έγκυρο και αποδεκτό βιβλίο, ανεξαρτήτως της ποιότητάς του. Κάθε άλλο συμπληρωματικό βιβλίο κρίνεται σύμφωνα με το πόσο ταυτίζεται με το βιβλίο – αυθεντία που εγκρίνουν οι διδάσκοντες.
Επίσης ο φοιτητής πρέπει να μάθει μία τεράστια ύλη απ’ έξω και ο πιο αποτελεσματικός τρόπος είναι να την “παπαγαλίσει”. Αφού δεν προλαβαίνει να μάθει, προτιμά να πει ένα ποίημα που λίγες μέρες μετά θα ξεχάσει, παρά να φάει 2ν χρόνια στο Πανεπιστήμιο μέχρι να κατανοήσει τις δεκάδες χιλιάδες σελίδων που απαιτούνται. Επιπλέον, η διαδικασία εξέτασης ξεκινάει πάντα με μία ερώτηση, της οποίας η απάντηση είναι δεδομένη, αναμφισβήτητη και “αντικειμενική” και ο εξεταζόμενος θα πρέπει να προσαρμοστεί ή τουλάχιστον να τείνει. Ζητήματα όπως αμφισβητήσιμες ή σχετικές αλήθειες (π.χ. σε ιστορικά ζητήματα), υποκειμενικές ή και αντικρουόμενες κρίσες (π.χ. σε φιλοσοφικά ή θρησκευτικά ερωτήματα), υποκειμενική αξιολόγηση των μαθηματικών προβλημάτων, με βάση τη μεθοδολογία που εγκρίνει ο κάθε καθηγητής, δεν τίθενται υπό συζήτηση μιας και η κρίση του καθηγητή και του βιβλίου είναι οι μόνες που έχουν ισχύ. Γενικά, μπορούμε να συνοψίσουμε λέγοντας πως η εγκυρότητα των απόψεων, θεωριών, γνωμών δεν υπόκειται σε διαλογικό έλεγχο και αντιπαράθεση. Από εκπαιδευτική άποψη αυτό σημαίνει ότι οι φοιτητές δεν καλούνται να συλλάβουν την πραγματικότητα (είτε φυσική, είτε κοινωνική) σαν μια πραγματικότητα που οφείλουν και μπορούν να εξετάσουν και να κατανοήσουν, αλλά καλούνται να γίνουν απλώς ικανά εκτελεστικά όργανα ενός “υπερανθρωπίνου” λόγου, μιας απαράβατης αλήθειας, και να ενσωματωθούν σε ένα σύστημα που δεν παράγει τίποτα περισσότερο από “μπούσουλες” επιτυχίας.
Αν προσπαθήσουμε να εμβαθύνουμε στις μεθόδους διδασκαλίας θα διακρίνουμε δύο κυρίαρχα χαρακτηριστικά που κάθε άλλο παρά επιστημονικώς παιδαγωγικά είναι: αυτά της υπακοής του φοιτητή και της, κατά το δυνατό, μηχανοποίησής του.
Όσο ήμασταν μαθητές έπρεπε να αντιμετωπίσουμε μια ψυχοφθόρα και εξαντλητική καταπίεση του ελεύθερου χρόνου μας, του χαρακτήρα μας, της συμπεριφοράς μας και τελικά του ίδιου μας του εαυτού. Ο μαθητής έπρεπε να είναι υπάκουος, μελετηρός, συνεπής και συγκεντρωμένος όχι γιατί το επέλεξε, αλλά επειδή έπρεπε. Στο Πανεπιστήμιο αντιθέτως δεν μπορούσε να συμβεί κάτι παρόμοιο εξ’ αιτίας του ακαδημαϊκού χαρακτήρα του, ο οποίος περιόριζε τα σχολικά κατάλοιπα. Η ακαδημαϊκοτητα αυτή ήταν που έστρεφε τους απόφοιτους περισσότερο προς τη γνώση και την ελευθερία, παρά προς την υπακοή τους στους αυστηρούς κανόνες της αγοράς. Προκειμένου να συμβεί αυτό εισήχθηκε η αξιολόγηση των σπουδαστών, δηλαδή η βαθμολόγησή τους, που σήμερα γίνεται με τη μορφή της εξεταστικής. Αυτομάτως το αποτέλεσμα αυτού του μέτρου ήταν η δημιουργία ενός κοινωνικού διαχωρισμού σε προϊστάμενους και υφιστάμενους μέσα στην Πανεπιστημιακή Κοινότητα. Ο προϊστάμενος ήταν ο καθηγητής, ο οποίος έλεγχε τις επιδόσεις των φοιτητών συμφωνα με τα δικά του κριτήρια και την υποκειμενική του κρίση και ο υφιστάμενος ήταν ο διδασκόμενος. Αργότερα και αυτός ο διαχωρισμός έπαψε να είναι κυρίαρχος, καθώς το πτυχίο έχει πάψει να είναι πειστήριο γνώσης και είναι πλέον εφόδιο για την εύρεση εργασίας. Έτσι το Πανεπιστήμιο άρχισε να μεταβάλλεται από πηγή γνώσης σε εργοστάσιο παραγωγής επιστημόνων με κλειστούς ορίζοντες και συγκεκριμένο τρόπο σκέψης.
Από άλλη σκοπιά, ο φοιτητής οδηγείται σταδιακά στο να λειτουργεί σαν μηχανή. Η εκπαιδευτική διαδικασία δε στρέφεται σήμερα γύρω από τη γνώση, η οποία θα συμβάλλει στη διαμόρφωση υπεύθυνων ανθρώπων, ικανών να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα διαφορετικών πεδίων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, αλλά γύρω από τη γνώση που είναι απαραίτητη για να περάσουμε μαθήματα. Επίσης προωθείται η εξειδίκευση σε τέτοιο βαθμό, ώστε, για να είναι συνεπής κανείς, πρέπει να κατατάσσει κάθε άλλου είδους γνώση ή ασχολία ως δευτερεύουσα. Ο ρόλος της εξεταστικής σε αυτή την περίπτωση είναι να εξετάσει την επιμέρους κατάρτιση των υποψηφίων και να δώσει στη γνώση (και στο πτυχίο αργότερα) αγοραστική αξία. Καθώς ο φοιτητής πρέπει να πείσει για τις γνώσεις του ανθρώπους, με τους οποίους στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν είχε ποτέ προσωπική επαφή, σίγουρα θα μάθει προχωρημένους τρόπους μαρκετινγκ για να “πουλήσει” το γραπτό του “ακριβότερα” απ’ ό,τι αναλογεί στο γνωστικό του επίπεδο. Έτσι θα κάνει δημοσκοπήσεις της αγοράς (πλάγιες και μη ερωτήσεις στον καθηγητή) και θα εκτιμήσει τη ζήτηση για το ποιο εμπόρευμα θα απορριφθεί και ποιο όχι (sos θέματα), θα περιποιηθεί τη συσκευασία, ώστε να προσελκύσει τον πελάτη (καλά γράμματα, σωστή ορθογραφία, ωραίο λεξιλόγιο), θα αναπτύξει διαφημιστικούς μηχανισμούς πειθούς, ακόμη και για τα άχρηστα ή ακατάλληλα προϊόντα (αόριστες δικαιολογήσεις, υπεκφυγές, ψευτοσιγουριές και “σάλτσες”), καθώς και μηχανισμούς κατασκοπείας και εξαπάτησης (αντιγραφή). Είτε με “οικονομικές” μεθόδους, είτε με μελέτη, ή με συνδυασμό και των δύο, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: οι νέοι πτυχιούχοι είναι κατά το μεγαλύτερο ποσοστό άνθρωποι ελλειπούς παιδείας, αλλά υπεραρκετής εξειδίκευσης. Άνθρωποι αποτελεσματικοί στην αναπαραγωγή και αναποτελεσματικοί στην παραγωγή, κάτι που φαίνεται και από την τάση του οικονομικού συστήματος να ταυτίσει τους δύο όρους.
Το πλέον ευφάνταστο ερώτημα που προκύπτει πάνω στο θέμα της εξεταστικής είναι ίσως και το πιο δύσκολο προς απάντηση: Αν όχι έτσι, πώς;; Δηλαδή να παίρνει πτυχίο όποιος θέλει;; Τι καλύτερο μπορεί να λειτουργήσει;; Απάντηση στο ερώτημα αυτό έχει δοθεί στην πράξη. Το Σχολείο του Summerhill στην Αγγλία λειτουργεί χωρίς εξετάσεις, βαθμολογήσεις και απουσιες και ήταν ο καθένας ελεύθερος να το παρακολουθήσει. Πολλοί επιφανείς επιστήμονες αποφοίτησαν από εκεί. Το παράδειγμα αυτό δε συνεπάγεται ότι προτείνουμε την υιοθέτηση αυτής της δομής, ή ακόμη και οποιασδήποτε άλλης δομής που στα μάτια μας φαντάζει τέλεια και απαράβατη, αλλά χρησιμοποιείται για να κάνει σαφές ότι λύσεις υπάρχουν και είναι εφικτές. Σκοπός αυτού του κειμένου δεν είναι να εξυγιάνει το εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά να θέσει αρχικά κάποιους ελάχιστους άξονες προβληματισμού.
Το πρώτο βήμα είναι η συνειδητοποίηση του προβλήματος και έπεται η εναντίωση σε αυτό, η αντίδραση. Και η αντίδραση στον έλεγχο του περιεχομένου των γνώσεων είναι η διεκδίκηση ενεργητικής διεργασίας της σκέψης. Και η ενεργητική διεργασία της σκέψης μέσα από την πρακτική και συνεχή αλληλεπίδραση και πάντα σε συμφωνία με την πραγματικότητα μπορεί να επιφέρει τη δημιουργία ολοκληρωμένων ανθρώπων με αυτόνομη και κριτική σκέψη. Αν η διεκδίκηση ανατρέψει την ατομική μας διάβρωση, τότε θα έχει ανατραπεί η ίδια η διάβρωση της κοινωνίας…
1/2008
Αυτόνομο Σχήμα Φυσικού (Persona non Grata)